διαπηδάω: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπηδάω:''' μέλ. <i>-πηδήσομαι</i>, [[υπερπηδώ]], <i>τάφρον</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.· απόλ., κάνω [[άλμα]], [[πραγματοποιώ]] [[πήδημα]], [[άλμα]], στον ίδ. | |lsmtext='''διαπηδάω:''' μέλ. <i>-πηδήσομαι</i>, [[υπερπηδώ]], <i>τάφρον</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.· απόλ., κάνω [[άλμα]], [[πραγματοποιώ]] [[πήδημα]], [[άλμα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπηδάω:''' <b class="num">1)</b> перепрыгивать, перескакивать (τάφρον Arph., Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> делать прыжок ([[ἵππος]] διαπηδῶν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. отскакивать, aor. метнуться (ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου καὶ τῆς καταγνώσεως ἐπὶ τὸν δῆμον Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -πηδήσομαι,
A leap across, τάφρον Ar.Ach.1178, cf. X.Eq.3.7: metaph., pass over lightly, Philostr.Her.2.10: abs., take a leap, of a horse, X.Cyr.1.4.8. 2 Medic., ooze through, perh. f.l. for -πιδύω, Hp.Hum.11. 3 leap apart, form a chasm, of the earth, Lyd.Ost.53.
German (Pape)
[Seite 595] durch-, hinüberspringen, τάφρον, Ar. Ach. 1178; Xen. Equ. 3, 7; u. absolut, ἵππος διαπηδῶν, einen Satz machend, Cyr. 1, 4, 8 u. Sp.; – übtr., Dem. 24, 80; vom Blute, hervorspringen, Galen., wie
Greek (Liddell-Scott)
διαπηδάω: μέλλ. -πηδήσομαι, πηδῶ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, τάφρον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1178, Ξεν. Ἱππ. 3, 7· ― ἀπολ., πηδῶ, «κάμνω πήδημα», ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ., ἐκρέω διὰ μέσου, ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 241. 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
franchir d’un bond, acc. ; abs. se précipiter en bondissant.
Étymologie: διά, πηδάω.
Spanish (DGE)
I tr. saltar por encima de τάφρον Ar.Ach.1178, X.Eq.3.7, Aristoph.Boeot.2bisM., Plu.2.229d
•fig. dar un salto en la narración, pasar por alto εἰ μὴ διαπηδῴης αὐτὰ μηδ' ἀμελῶς λέγοις Philostr.Her.20.6, λόγον Philostr.VA 6.35.
II intr.
1 saltar, dar un salto un caballo, X.Cyr.1.4.8, Eq.8.1, como competición atlética, D.Chr.8.12, c. constr. locales ἐνθυμεῖσθ' ... οἷ διεπήδησεν D.24.80, ἐπὶ τὴν πλησίον κλίνην Hegesand.28, ἀπὸ δώματος ἐπὶ δῶμα I.AI 13.140.
2 estallar, resquebrajarse las piedras al romperse, Thphr.Lap.10, διαπηδώσης τῆς γῆς en las simas producidas por un movimiento sísmico, Lyd.Ost.53.
3 dejar traspasar, filtrar, rezumar un líquido ὥσπερ ὑδρεῖον νέον διαπηδᾷ lo mismo que una vasija nueva deja traspasar (el líquido), Hp.Hum.11
•c. suj. del líquido filtrarse, rezumarse διαπηδοίη ἂν πιεζομένου τοῦ δέρματος ἔξω τὸ ἔλαιον Hp.Nat.Puer.21, διαπηδᾷ τὸ πῖαρ ἐς τὸ ἐπίπλοον Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.14.747.
Greek Monotonic
διαπηδάω: μέλ. -πηδήσομαι, υπερπηδώ, τάφρον, σε Αριστοφ., Ξεν.· απόλ., κάνω άλμα, πραγματοποιώ πήδημα, άλμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διαπηδάω: 1) перепрыгивать, перескакивать (τάφρον Arph., Xen., Plut.);
2) делать прыжок (ἵππος διαπηδῶν Xen.);
3) ирон. отскакивать, aor. метнуться (ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου καὶ τῆς καταγνώσεως ἐπὶ τὸν δῆμον Dem.).