στυφελός: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῠφελός:''' -ή, -όν και -ός, όν ([[στύφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[τραχύς]], [[βάναυσος]], [[ωμός]], στον ίδ.
|lsmtext='''στῠφελός:''' -ή, -όν και -ός, όν ([[στύφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[τραχύς]], [[βάναυσος]], [[ωμός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''στῠφελός:''' и 2 и [[στυφλός]]<br /><b class="num">1)</b> твердый, крепкий (ἀκταί Aesch.; γῆ Soph.; πέτραι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> острый на вкус, терпкий или кислый ([[μέλι]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> суровый, строгий ([[ἐφέται]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελός Medium diacritics: στυφελός Low diacritics: στυφελός Capitals: ΣΤΥΦΕΛΟΣ
Transliteration A: styphelós Transliteration B: styphelos Transliteration C: styfelos Beta Code: stufelo/s

English (LSJ)

ή, όν, A.R.2.323, also ός, όν A.Pers.965 (lyr.), Parth.Fr.29.4, etc.:—

   A hard, rough, στυφελοῦ . . ἐπ' ἀκτᾶς A. l.c. (lyr.); in later Poets, ἀκτὴ σ. A.R. l.c., etc.; σκόπελος AP11.31 (Antip.); ὀδούς Opp.C.3.442.    II of flavour, astringent, sour, acid, μέλι AP4.1.22 (Mel.); σταγών ib.9.561 (Phil.).    III metaph., harsh, severe, cruel, ἐφέται A.Pers.79 (lyr.); Κόλχοι Orph.A.1012. (στυφελός was a Clitorian word for hard. rough, and used at Cyrene for χέρσος, acc. to Zenod. ap. Sch. A.R.2.1005.)

German (Pape)

[Seite 959] zsgzgn στυφλός, auch στύφελος accentuirt, auch 2 Endgn, zusammengezogen, dicht, fest, derb, rauh; ἀκτή, Aesch. Pers. 926; auch ὀχυροῖσι πεποιθὼς στυφέλοις ἐφέταις, 79, streng, herrisch; στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος, rauh, Soph. Ant. 250; σταγών, Philp. 68 (IX, 561), vom festen Cisc; ὀδούς, Opp. Cyn. 3, 442; – auch vom Geschmack, zusammcnziehend, herb.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφελός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 964, καὶ στῠφλός, όν· - ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος εἶναι ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ὁ δὲ πρῶτος δὶς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν λυρικοῖς χωρίοις καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς· ἴδε κατωτ.· - σκληρός, τραχύς, στυφελοῦ ... ἐπ’ ἀκτᾶς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· στυφλοὺς παρ’ ἀκτὰς αὐτόθι 303· τῆσδ’ ἀπὸ στυφλοῦ πέτρας ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 748· στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Σοφ. Ἀντ. 250· ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις Εὐρ. Βάκχ. 1137· - οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ἀκτὴ στ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, κτλ.· σκόπελος Ἀνθ. Π. 11. 31· ὀδοὺς Ὀππ. Κυν. 3. 442· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1755. ΙΙ. ἐπὶ γεύσεως, στυφός, ὄξινος, «ξινισμένος», μέλι Ἀνθ. Π. 4. 1. 22· σταγὼν αὐτόθι 9. 561. ΙΙΙ. μεταφορ., τραχύς, αὐστηρός, σκληρός, ἐφέται Αἰσχύλ. Πέρσ. 80· Κόλχοι Ὀρφ. Ἀργ. 1010. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΦ παράγονται καὶ τὰ στυφλός, στύφω, στῦψις, στῦμμα· πιθαν. συγγενὴς τῇ √ΣΤΥΠ, καὶ ἴσως τῇ √ΣΤΙΒ, στείβω· πρβλ. στιβαρός, στιφρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυφλὸν ἢ στυφελόν· τραχύ, σκληρόν. βαρύ. ἀργόν. στερρόν».

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
compact, épais ; ferme, fort, dur ; fig. dur, cruel.
Étymologie: στύφω.

Greek Monolingual

-ή, -όν και τ. θηλ. -ος, Α
1. τραχύς, σκληρός
2. (για γεύση) στυφός, όξινος
3. μτφ. αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν και τ. θηλ. -ος, Α
1. τραχύς, σκληρός
2. (για γεύση) στυφός, όξινος
3. μτφ. αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.

Greek Monotonic

στῠφελός: -ή, -όν και -ός, όν (στύφω
I. σκληρός, τραχύς, σε Αισχύλ.
II. μεταφ., τραχύς, βάναυσος, ωμός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

στῠφελός: и 2 и στυφλός
1) твердый, крепкий (ἀκταί Aesch.; γῆ Soph.; πέτραι Eur.);
2) острый на вкус, терпкий или кислый (μέλι Anth.);
3) суровый, строгий (ἐφέται Aesch.).