ζώφυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζώφῠτος:''' -ον ([[φύω]]), αυτός που δίνει [[ζωή]] στα φυτά, [[γόνιμος]], [[εύφορος]], [[παραγωγικός]], [[ζωογόνος]], σε Αισχύλ., Πλούτ.
|lsmtext='''ζώφῠτος:''' -ον ([[φύω]]), αυτός που δίνει [[ζωή]] στα φυτά, [[γόνιμος]], [[εύφορος]], [[παραγωγικός]], [[ζωογόνος]], σε Αισχύλ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζώφῠτος:''' дающий жизнь, животворящий ([[αἷμα]] Aesch.; γῇ Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώφῠτος Medium diacritics: ζώφυτος Low diacritics: ζώφυτος Capitals: ΖΩΦΥΤΟΣ
Transliteration A: zṓphytos Transliteration B: zōphytos Transliteration C: zofytos Beta Code: zw/futos

English (LSJ)

ον, (φύω)

   A giving life to plants, fertilizing, αἷμα A.Supp.857; γῆ Plu. Rom.20.    II Pass., spring from the earth, τὰ ζ. plants, Diusap. Stob.4.21.16.

German (Pape)

[Seite 1145] Leben ernährend, belebend, αἷμα Aesch. Suppl. 837; Pflanzen hervorbringend, fruchtbar, γῆ Plut. Rom. 20. – Auch = ζωόφυτον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζώφῠτος: -ον, (φύω) παρέχων ζωὴν εἰς τὰ φυτά, ζωογόνος δι’ αὐτά, γόνιμος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 857· γῆ Πλούτ. Ρωμ. 20· τὰ ζώφυτα, φυτά, Δῖος παρὰ Στοβ. 408, ἐν τέλ. Πρβλ. ζωόφυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait vivre, vivifiant;
2 qui produit des êtres vivants, fertile, fécond.
Étymologie: ζωός, φύω.

Greek Monotonic

ζώφῠτος: -ον (φύω), αυτός που δίνει ζωή στα φυτά, γόνιμος, εύφορος, παραγωγικός, ζωογόνος, σε Αισχύλ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζώφῠτος: дающий жизнь, животворящий (αἷμα Aesch.; γῇ Plut.).