ὁμόψηφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόψηφος:''' -ον, αυτός που έχει ίσο [[δικαίωμα]] ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· [[μετά]] τινων, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμόψηφος:''' -ον, αυτός που έχει ίσο [[δικαίωμα]] ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· [[μετά]] τινων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόψηφος:''' <b class="num">1)</b> иметь одинаковое право голоса: ὁ. τινι и [[μετά]] τινος Her. иметь право голосовать вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> голосовать вместе: ὁ. γίγνεσθαί τινι [[κατά]] τινος Lys. подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόψηφος Medium diacritics: ὁμόψηφος Low diacritics: ομόψηφος Capitals: ΟΜΟΨΗΦΟΣ
Transliteration A: homópsēphos Transliteration B: homopsēphos Transliteration C: omopsifos Beta Code: o(mo/yhfos

English (LSJ)

ον,

   A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28 ; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94.    II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109 ; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.

German (Pape)

[Seite 342] dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσθαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόψηφος: -ον, ὁ ψηφίζων μετά τινος, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε Ἀνδοκ. 23. 17· ὁμ. τινι κατὰ τινος Λυσ. 139. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων ἴσον δικαίωμα νὰ δώσῃ ψῆφον, τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6, 109· μετὰ τῶν σφετέρων ὁ αὐτ. 7. 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a un droit de vote égal : τινι, à qqn ; μετά τινος, qui partage avec qqn le droit de vote.
Étymologie: ὁμός, ψῆφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόψηφος, -ον)
αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.)
νεοελλ.
αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με έναν άλλο («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο τοῑσι στρατηγοῑσι», Ηρόδ.).
επίρρ...
ομοψήφως
με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια ψήφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. ισό-ψηφος, μονό-ψηφος)].

Greek Monotonic

ὁμόψηφος: -ον, αυτός που έχει ίσο δικαίωμα ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· μετά τινων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόψηφος: 1) иметь одинаковое право голоса: ὁ. τινι и μετά τινος Her. иметь право голосовать вместе с кем-л.;
2) голосовать вместе: ὁ. γίγνεσθαί τινι κατά τινος Lys. подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.