κεφαλίς: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεφᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[κεφαλή]].<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] παπουτσιού, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> κεφάλαιο, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''κεφᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[κεφαλή]].<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] παπουτσιού, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> κεφάλαιο, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεφᾰλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> головка (σκορόδου Luc.): κ. (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;<br /><b class="num">2)</b> начало (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of κεφαλή,
A little head, σκορόδου Luc.DMeretr.14.3; head of a nail, Ath.11.488c; extremity, τῶν σκυταλίδων Antyll. ap. Orib.44.23.74. II capital of a column, Ph.2.147, Chor.p.118 B.(pl.), PLond. 3.755v6 (iv A.D.), Gp.14.6.6 (pl.): pl., = κρόσσαι, Eust.903.6. III toe-cap of a shoe, Arist.Rh.1392a31, cf. Anon.ad loc.; of the foot of a table, Aristeas 68. IV rope attached to the bow of a ship, Polyaen. 3.9.38 (pl.). V κ. βιβλίου roll, LXX Ez.2.9, Ps.38(39).8, al.
German (Pape)
[Seite 1428] ίδος, ἡ, dim. von κεφαλή, das Köpfchen, z. B. σκορόδου Luc. D. Meretr. 14; – Kopfbedeckung, Arist. rhet. 2, 19. – Das Kopfende, der Anfang, βιβλίου, N. T. – Ein Tau = κεροίαξ, Polyaen. 3, 9, 38. – Von den Kapitälen der Säulen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κεφαλή, μικρὰ κεφαλή, «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ κιονόκρανον, Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = κρόσσαι, Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. μέρος πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = κεροίαξ, Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petite tête, gousse d’ail;
2 couvre-chef, chapeau.
Étymologie: κεφαλή.
English (Strong)
from κεφαλή; properly, a knob, i.e. (by implication) a roll (by extension from the end of a stick on which the manuscript was rolled): volume.
English (Thayer)
(κημόω) κημῷ: future κημώσω; (κημός a muzzle); to stop the mouth by a muzzle, to muzzle: βοῦν, T Tr WH marginal reading (Xenophon, r. eq. 5,3); see φιμόω.
Greek Monolingual
κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κεφαλίδα.
Greek Monotonic
κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. υποκορ. του κεφαλή.
II. μέρος παπουτσιού, σε Αριστ.
III. κεφάλαιο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) головка (σκορόδου Luc.): κ. (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;
2) начало (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT).