καλλιρρήμων: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(5) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλιρρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), με γλαφυρή, κομψή [[γλώσσα]]. | |lsmtext='''καλλιρρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), με γλαφυρή, κομψή [[γλώσσα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />in [[elegant]] [[language]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A elegant, λέξις D.H.Comp.3; λέξεως μόρια ib.16.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρρήμων: -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ καλλιρρήμων λέξις, καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui parle agréablement.
Étymologie: καλός, ῥῆμα.
Greek Monolingual
καλλιρρήμων, -ον (Α)
κομψός, γλαφυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυ-ρρήμων, μεγαλο-ρρήμων].
Greek Monotonic
καλλιρρήμων: -ον (ῥῆμα), με γλαφυρή, κομψή γλώσσα.