ζοφερός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζοφερός:''' -ά, -όν ([[ζόφος]]), [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], [[ανήλιαγος]], σε Ησίοδ., Λουκ.· μεταφ., <i>ζοφεραὶ φροντίδες</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ζοφερός:''' -ά, -όν ([[ζόφος]]), [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], [[ανήλιαγος]], σε Ησίοδ., Λουκ.· μεταφ., <i>ζοφεραὶ φροντίδες</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζοφερός:''' <b class="num">1)</b> темный, мрачный (Χάος Hes.; [[νέφος]], [[θάλαττα]] Arst.; [[ἀήρ]] Luc.; [[Ἃιδης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мрачный, скорбный, тяжелый (φροντίδες Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφερός Medium diacritics: ζοφερός Low diacritics: ζοφερός Capitals: ΖΟΦΕΡΟΣ
Transliteration A: zopherós Transliteration B: zopheros Transliteration C: zoferos Beta Code: zofero/s

English (LSJ)

ά, όν, (ζόφος)

   A dusky, gloomy, Χάος Hes.Th.814; οἴκημα Hp.Acut.(Sp.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. λαμπρός, of the air, misty, Chrysipp.Stoic. 2.140, cf. Luc.Nigr.4; τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Arist.Mir. 843a25; τὸ ζοφερόν Hp.Virg.1, Arist.de An.426b2.    2 metaph., ζ. φροντίδες AP5.296.8 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1140] dunkel, finster; Χάος Hes. Th. 814; ἀήρ Luc. Nigr. 4, im Ggstz von αἰθρία; σάρκες Nic. Th. 464; φροντίς Agath. 23 (V, 297).

Greek (Liddell-Scott)

ζοφερός: -ά, -όν, (ζόφος) σκοτεινός, Χάος Ἡσ. Θ. 814· οἴκημα Ἱππ. 399. 37· ἀήρ Λουκ. Νιγρίν. 4· θάλαττα διαφαίνεται ζοφερὰ Ἀριστ. Θαυμασ. 130, 3· - τὸ ζοφερὸν Ἱππ. 563. 2, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 2, 9. 2) μεταφ., ζ. φροντίδες Ἀνθ. Π. 5. 297.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre.
Étymologie: ζόφος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζοφερός, -ά, -όν) ζόφος
1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδηςΤιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.)
2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν
η ζοφερότητα
2. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε κακό.

Greek Monotonic

ζοφερός: -ά, -όν (ζόφος), σκιερός, σκοτεινός, ανήλιαγος, σε Ησίοδ., Λουκ.· μεταφ., ζοφεραὶ φροντίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζοφερός: 1) темный, мрачный (Χάος Hes.; νέφος, θάλαττα Arst.; ἀήρ Luc.; Ἃιδης Plut.);
2) мрачный, скорбный, тяжелый (φροντίδες Anth.).