ἀντίξοος: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίξοος:''' -ον, συνηρ. -ξους, <i>-ουν</i> ([[ξέω]]), [[αντίθετος]], [[ανάποδος]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀντίξοον</i>, [[αντίθεση]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀντίξοος:''' -ον, συνηρ. -ξους, <i>-ουν</i> ([[ξέω]]), [[αντίθετος]], [[ανάποδος]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀντίξοον</i>, [[αντίθεση]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίξοος:''' стяж. [[ἀντίξους]] 2 противодействующий, враждебный (στρατόν, [[γνώμη]] Her.): ἐγίνοντο ἀντίξοοι [[αὐτῷ]] Her. они оказали ему противодействие. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ἀντί-ξους, ουν:—Ion. word,
A opposed to, adverse, ἐλπόμενοι οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον Hdt.7.218, cf. 6.50; τὸ . . τοῖσι Σκύθῃσι ἀ. 4.129; στρατὸν . . ἀ. Πέρσῃσι 6.7:—abs., ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον 8.119; δοῦρα ἀ. γόμφοις A.R.2.79; τὸ ἀντίξοον opposition, Hdt.1.174; τὸ ἀ. συμφέρον Heraclit.8; of diseases and remedies, Aret.SA2.4, CA2.1. Adv. ἀντιξόως in hostile spirit, Philostr.VA 7.36. II τὸ ἀ. the opposite side of the compass, Placit.2.12.1. (Prob. from ξέω 'hew'.)
German (Pape)
[Seite 256] P. auch ἄντιξος, eigtl. entgegengehobelt, so daß es in einander paßt, δοῦρα θοοῖς ἀντίξοα γόμφοις AP. Rh. 2, 79; feindlich entgegengekehrt, zuwider, Her., im Ggstz von σύμμαχος, 4, 129; τινί, 6, 7 u. öfter; so Arist. Eth. 8, 1 u. Sp., die auch zusammengezogen ἀντίξους haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίξοος: -ον, συνῃρ. -ξους, ουν, Ἰων. λέξ., ἐναντίος τινί, ἐλπόμενοι οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον Ἡρόδ. 7. 218, πρβλ. 6. 50· τὸ ... τοῖσι Σκύθῃσι ἀντ. 4. 129· στρατὸν ... ἀντ. Πέρσῃσι 6. 7: - ἀπολ., ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον 8. 119· ἀντ. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· τὸ ἀντίξοον, ἐναντιότης, Ἡρόδ. 1. 174· τὸ ἀντ. συμφέρον Ἡρακλ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6. - Ἐπίρρ. ἀντιξόως, ἐχθρικῶς, Φιλόστρ. 315. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ουσα ξέω, ἂν καὶ δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἴδῃ τις τὴν σχέσιν τῶν ἐννοιῶν).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
raclé à rebours ; contraire, opposé, ennemi de, τινι : τὸ ἀντίξοον HDT opposition.
Étymologie: ἀντί, ξέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν Heraclit.B 8
1 de pers. y en usos militares colocado enfrente, adverso, enemigo c. dat. ἐγίνοντο αὐτῷ ἀντίξοοι se le enfrentaron Hdt.6.50, στρατὸν ... ἀντίξοον Πέρσῃσι Hdt.6.7, ἐλπόμενοι γὰρ οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον ἐνεκύρησαν στρατῷ pues no esperando que se les apareciera nada adverso se encontraron con un ejército Hdt.7.218, abs. ἀντίξοος ὁρμή ataque frontal Nonn.D.17.194.
2 de cosas y abstr. contrario, adverso, opuesto τὸ ἀντίξουν συμφέρον lo opuesto coincide Heraclit.B 8, τὸ δὲ ... τοῖσι Σκύθῃσι ἀντίξοον esto ... (era) un inconveniente para los escitas Hdt.4.129, de opiniones ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον Hdt.8.119, ἀντίξοα φρονεῖν tener una opinión contraria Luc.Astr.2, cf. Trag.178, de enfermedades y remedios, Aret.SA 2.3.1, CA 2.1.1, ἀντίξους ... διχοφροσύνη desavenencia con puntos de vista opuestos Call.Fr.43.73
•subst. τὸ ἀ. oposición ἔπεμπον ἐς Δελφοὺς ... ἐπειρησομένους τὸ ἀντίξοον enviaron a Delfos ... a averiguar lo que se oponía (a sus propósitos), Hdt.1.174
•en sent. material colocado enfrente, ensamblado νήια δοῦρα θοοῖς ἀντίξοα γόμφοις las tablas de un navío, ensambladas con agudos clavos A.R.2.79
•τὸ ἀ. el punto opuesto en la esfera terrestre (el polo Sur con relación al Norte) Placit.2.12.1.
3 adv. -ως en tono hostil (λόγους) ἀ. ... εἶπας Philostr.VA 7.36.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίξοος, -οον κ. ἀντίξους, -ουν)
ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός
νεοελλ.
φρ. «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον
η αντίθετη πλευρά
2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» — πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -ξοος < ξέω «λειαίνω, ομαλύνω, λαξεύω»].
Greek Monotonic
ἀντίξοος: -ον, συνηρ. -ξους, -ουν (ξέω), αντίθετος, ανάποδος, σε Ηρόδ.· τὸ ἀντίξοον, αντίθεση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίξοος: стяж. ἀντίξους 2 противодействующий, враждебный (στρατόν, γνώμη Her.): ἐγίνοντο ἀντίξοοι αὐτῷ Her. они оказали ему противодействие.