ἄσις: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσις:''' [ᾰ], -εως, ἡ, [[λάσπη]], όπως αυτή που κατεβάζει ο [[ποταμός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄσις:''' [ᾰ], -εως, ἡ, [[λάσπη]], όπως αυτή που κατεβάζει ο [[ποταμός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσις:''' ιος (ᾱ) ἡ тина, ил Hom.
}}
}}

Revision as of 17:18, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσις Medium diacritics: ἄσις Low diacritics: άσις Capitals: ΑΣΙΣ
Transliteration A: ásis Transliteration B: asis Transliteration C: asis Beta Code: a)/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A slime, mud, Il.21.321, Nic.Th.176; ἐκ θαλάσσης Charito 2.2; cf. ἄσις· κόνις, ἢ εἶδος ὀρνέου, Hsch.

German (Pape)

[Seite 370] ιος, ἡ, Schlamm eines Flusses, Il. 21, 321 u. sp. D., wie Nic. Th. 175 Opp. H. 3, 433.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
limon d’un fleuve, fange.
Étymologie: cf. ἄση.

English (Autenrieth)

slime, Il. 21.321†.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
limo, cieno τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω Il.21.321, εἰς ἅλα Νεῖλος ... κατέχευεν ἄσιν Nic.Th.176, ἄσιν ἁλὸς ... φέρβεται Opp.H.3.433, ἐκ μακρᾶς οὖν θαλάσσης ἀπόλουσαι τὴν ἄσιν Charito 2.2.2, ὕδατι τὴν ἄσιν ἀποκαθήραντες Poll.1.49, cf. ἄσιν· ἀκαθαρσίαν Hsch.α 7655.

• Etimología: Etim. desc. Quizá rel. ai. ásita ‘negro’ y ἀ- < *-.

Greek Monolingual

(I)
ἄσις, η (Α)
η ιλύς, η λάσπη που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. asita «σκοτεινός, μαύρος», ενώ το α- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. ņ μετά από το οποίο διατηρείται το s. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ak- «μυτερός, οξύς, αιχμηρός» και η επακόλουθη υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν φαίνεται πειστική].———————— (II)
ἆσις, η (Μ) άδω
το τραγούδι.

Greek Monotonic

ἄσις: [ᾰ], -εως, ἡ, λάσπη, όπως αυτή που κατεβάζει ο ποταμός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσις: ιος (ᾱ) ἡ тина, ил Hom.