δελτογράφος: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δελτογράφος:''' [ᾰ], -ον ([[γράφω]]), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή [[πινακίδα]], αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δελτογράφος:''' [ᾰ], -ον ([[γράφω]]), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή [[πινακίδα]], αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δελτογράφος:''' досл. записывающий на дощечку, перен. памятливый ([[φρήν]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A writing on a tablet, recording, δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί A.Eu.275.
German (Pape)
[Seite 544] in die Schreibtafel schreibend; übertr., φρήν, eingedenk, Aesch. Eum. 272.
Greek (Liddell-Scott)
δελτογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἐπὶ πίνακος, σημειῶν, δελτογράφῳ δὲ πάντ’ ἐπωπᾷ φρενὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 275.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui écrit sur des tablettes, càd qui prend note de ; qui se souvient.
Étymologie: δέλτος, γράφω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que inscribe o registra en una tablilla fig. δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί todo lo ve con su mente que registra e.e. lo conoce y recuerda todo A.Eu.275.
Greek Monolingual
δελτογράφος, ο (Α)
αυτός που καταγράφει κάτι σε δέλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -γράφος].
Greek Monotonic
δελτογράφος: [ᾰ], -ον (γράφω), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή πινακίδα, αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δελτογράφος: досл. записывающий на дощечку, перен. памятливый (φρήν Aesch.).