διασκεδάννυμι: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασκεδάννῡμι:''' μέλ. Αττ. -[[σκεδῶ]], αόρ. αʹ <i>-εσκέδᾰσα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>-σκεδασεῖεν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διασκορπίζω]] [[μακριά]], στους ανέμους, [[διασπείρω]], [[διαχέω]], Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδεκατίζω]], [[διαλύω]] μια [[στρατιά]], σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., <i>διασκεδασθέντες</i>, <i>διεσκεδασμένοι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''διασκεδάννῡμι:''' μέλ. Αττ. -[[σκεδῶ]], αόρ. αʹ <i>-εσκέδᾰσα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>-σκεδασεῖεν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διασκορπίζω]] [[μακριά]], στους ανέμους, [[διασπείρω]], [[διαχέω]], Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδεκατίζω]], [[διαλύω]] μια [[στρατιά]], σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., <i>διασκεδασθέντες</i>, <i>διεσκεδασμένοι</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκεδάννῡμι:''' (fut. [[διασκεδῶ]], aor. διεσκέδασα)<br /><b class="num">1)</b> разбрасывать, раскидывать, рассеивать ([[ναυάγια]] Thuc.; ὁ [[ἄνεμος]] διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἡ [[θερμότης]] διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν [[ἄνω]] τόπον Arst.);<br /><b class="num">2)</b> разгонять ([[ἄλλυδις]] [[ἄλλῃ]] Hom.; sc. πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> распускать (στρατόν Her.);<br /><b class="num">4)</b> разбивать, разрушать ([[σχεδίην]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> уничтожать (γῆν καὶ νόμους Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. fut.
A -σκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds, δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63. 2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an enemy, scatter, 8.68.β). 3 disperse the soul, when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b. 4 in Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9. 5 reject, βουλήν LXX 3 Ki.12.24.
German (Pape)
[Seite 602] (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
Greek (Liddell-Scott)
διασκεδάννῡμι: μέλλ. Ἀττ. -σκεδῶ Σοφ. Ἀντ. 287, Ἀριστοφ. Σφηξ. 229· (ἴδε σκεδάννυμι). Διασκορπίζω, μακράν, ῥίπτω εἰς τοὺς ἀνέμους δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Ε. 369· τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Ρ. 244· γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 619· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Ἀναξανδρ. Ἀδήλ. 6· ὲπὶ τοῦ ἀνέμου, διεσκέδασεν αὐτὰ (τὰ ναυάγια) πανταχῆ Θουκ. 1. 54. 2) παρ᾿ Ἡροδ., τὸν στρατὸν διεσκέδασε, διέλυσε, 1. 77, πρβλ. 79., 8. 68· καὶ ἐν τῷ παθ., διεσκεδασμένοι 1. 63· διασκεδασθέντες 5. 15, πρβλ. 8. 57. 3) ἐξαφανίζω [τὴν ψυχήν, ἀφοῦ ἀφήσῃ τὸ σῶμα], Πλάτ. Φαίδωνι 77Β, πρβλ. 70Α, 78Β. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ φημῶν, διαδίδομαι, Ἡρῳδιαν. 7. 6.
French (Bailly abrégé)
f. διασκεδῶ, ao. διεσκέδασα, etc.
1 disperser de côté et d’autre ; particul. licencier une armée ; Pass. se disperser;
2 séparer, détacher;
3 disjoindre, détruire : νῆα OD un navire ; fig. γῆν καὶ νόμους SOPH ruiner sa patrie et ses lois.
Étymologie: διά, σκεδάννυμι.
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo pres., para otros temas v. διασκίδνημι
I tr.
1 c. ac. de abstr. disipar, hacer desaparecer ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... ἐκ τοῦ σώματος διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.Phd.77e.
2 difundir en v. pas. διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ... Hdn.7.6.9.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse διασκεδαννύαται ἄλλοι ἄλλοσε Eus.Mynd.63, (ἡ θερμότης) διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arist.Mete.346b27.
Greek Monotonic
διασκεδάννῡμι: μέλ. Αττ. -σκεδῶ, αόρ. αʹ -εσκέδᾰσα, γʹ ενικ. ευκτ. -σκεδασεῖεν·
I. διασκορπίζω μακριά, στους ανέμους, διασπείρω, διαχέω, Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. αποδεκατίζω, διαλύω μια στρατιά, σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διασκεδάννῡμι: (fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)
1) разбрасывать, раскидывать, рассеивать (ναυάγια Thuc.; ὁ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἡ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.);
2) разгонять (ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.);
3) распускать (στρατόν Her.);
4) разбивать, разрушать (σχεδίην Hom.);
5) уничтожать (γῆν καὶ νόμους Soph.).