ἐπιθήκη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθήκη:''' ἡ ([[ἐπιτίθημι]]), [[προσθήκη]], [[αύξηση]], σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ., <i>κἀπιθήκην τέτταρας</i>, και [[τέσσερις]] δραχμές [[επιπλέον]] στη [[συμφωνία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιθήκη:''' ἡ ([[ἐπιτίθημι]]), [[προσθήκη]], [[αύξηση]], σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ., <i>κἀπιθήκην τέτταρας</i>, και [[τέσσερις]] δραχμές [[επιπλέον]] στη [[συμφωνία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθήκη:''' ἡ<b class="num">1)</b> приумножение (sc. πλούτου Hes.);<br /><b class="num">2)</b> прибавление: ἄρτους [[δέκα]] κἀπιθήκην τέτταρας Arph. десять хлебов да еще четыре.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθήκη Medium diacritics: ἐπιθήκη Low diacritics: επιθήκη Capitals: ΕΠΙΘΗΚΗ
Transliteration A: epithḗkē Transliteration B: epithēkē Transliteration C: epithiki Beta Code: e)piqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A addition, increase, Hes.Op.380; κἀπιθήκην τέτταρας and 4 loaves (or perh. obols) over, Ar.V.1391; adponam epithecam insuper, cj. for apo- in Plaut. Trin.1025.    II. cover put over a statue, CPR27.10 (ii A.D.).    III. sum allowed to cover expenses, POxy.1158.24 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, der Zusatz, die Vermehrung, Hes. O. 378; Zulage, Ar. Vesp. 1382; Sp.; – Deckel, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
addition, surcroît.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

ἐπιθήκη, ἡ (Α)
1. προσθήκη, επαύξηση
2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος
3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών
4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα
5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκην
παραπάνω, επί πλέον.

Greek Monotonic

ἐπιθήκη: ἡ (ἐπιτίθημι), προσθήκη, αύξηση, σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ., κἀπιθήκην τέτταρας, και τέσσερις δραχμές επιπλέον στη συμφωνία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθήκη:1) приумножение (sc. πλούτου Hes.);
2) прибавление: ἄρτους δέκα κἀπιθήκην τέτταρας Arph. десять хлебов да еще четыре.