εὐρωπός: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρωπός:''' -ή, -όν ([[εὐρύς]], ὤψ), ποιητ. αντί [[εὐρύς]], σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐρωπός:''' -ή, -όν ([[εὐρύς]], ὤψ), ποιητ. αντί [[εὐρύς]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρωπός:''' широкий, обширный ([[χάσμα]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = εὐρύς, E.IT626, Opp.H.3.20, 4.526.
German (Pape)
[Seite 1096] = εὐρύς, Ggstz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωπός: -ή, -όν, = εὐρύς, Εὐρ. Ι. Τ. 626, Ὀππ. Ἁλ. 3. 20., 4. 526· πρβλ. στενωπός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
large, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.
Greek Monolingual
εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
εὐρωπός: -ή, -όν (εὐρύς, ὤψ), ποιητ. αντί εὐρύς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρωπός: широкий, обширный (χάσμα Eur.).