ἤϊος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἤϊος:''' ὁ, επίθ. του Φοίβου· [[ἤϊε]] Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την [[ιαχή]] <i>ἤ</i>, <i>ἤ</i>, πρβλ. [[ἰήϊος]], εὔϊος).
|lsmtext='''ἤϊος:''' ὁ, επίθ. του Φοίβου· [[ἤϊε]] Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την [[ιαχή]] <i>ἤ</i>, <i>ἤ</i>, πρβλ. [[ἰήϊος]], εὔϊος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἤϊος:''' ὁ adj. [[ἵημι]] метко разящий, по друг. [[εὔιος]] приветствуемый торжественными кликами ἢ ἤ (один из эпитетов Феба) Hom., HH.
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤϊος Medium diacritics: ἤϊος Low diacritics: ήιος Capitals: ΗΙΟΣ
Transliteration A: ḗïos Transliteration B: ēios Transliteration C: iios Beta Code: h)/i+os

English (LSJ)

ὁ, epith. of Phoebus,

   A ἤϊε Φοῖβε Il.15.365, 20.152, h.Ap.120. (Prob. from the cry ἤ, ἤ, cf. ἰήϊος.)

German (Pape)

[Seite 1157] ὁ, Beiname des Phoibos, ἤϊε Φοῖβε, Il. 15, 365. 20, 152, nach Aristarch (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 330) der Bogenschütze, ἥϊος, von ἵημι; nach Anderen = ἰήϊος (w. m. s.), od. von ἰή, ἤ, dem gewöhnlichen Anruf; – Andere denken an ἠΰς, der Gute, vgl. Franke zu H. h. Apoll. Del. 120.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
le puissant ou celui qui frappe de loin (Phœbus).
Étymologie: ἐΰς, ἠΰς ; sel. d’autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. ἵημι.

Greek Monolingual

ἤϊος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)
1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής
2. (κατ' άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι από τους αρχαίους είναι μάλλον λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση. Εξίσου απίθανη και η σύνδεση με το ηϊ- του ηϊ-κανός και με το ηώς, αν και η προκύπτουσα σημασία «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα Φοίβε].

Greek Monotonic

ἤϊος: ὁ, επίθ. του Φοίβου· ἤϊε Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την ιαχή , , πρβλ. ἰήϊος, εὔϊος).

Russian (Dvoretsky)

ἤϊος: ὁ adj. ἵημι метко разящий, по друг. εὔιος приветствуемый торжественными кликами ἢ ἤ (один из эпитетов Феба) Hom., HH.