ἠύτε: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(4) |
(1ab) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠύτε:''' Επικ. [[μόριο]],<br /><b class="num">I.</b> όπως, [[καθώς]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[συχνά]] στον Όμηρ. σε παρομοιώσεις αντί <i>ὡςὅτε</i>.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ. Δ 277, ύστερα από συγκρ.· μελάντερον [[ἠύτε]] [[πίσσα]], [[πολύ]] [[μαύρος]], όπως η [[πίσσα]]· [[ἠύτε]] = ἤ, πιο [[μαύρος]] κι από την [[πίσσα]]. | |lsmtext='''ἠύτε:''' Επικ. [[μόριο]],<br /><b class="num">I.</b> όπως, [[καθώς]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[συχνά]] στον Όμηρ. σε παρομοιώσεις αντί <i>ὡςὅτε</i>.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ. Δ 277, ύστερα από συγκρ.· μελάντερον [[ἠύτε]] [[πίσσα]], [[πολύ]] [[μαύρος]], όπως η [[πίσσα]]· [[ἠύτε]] = ἤ, πιο [[μαύρος]] κι από την [[πίσσα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> as, like as, Il., etc.; often in Hom. in similes for ὡς ὅτε.<br /><b class="num">II.</b> in Il. 4. 277 [[after]] a comp., μελάντερον [[ἠύτε]] [[πίσσα]] [[very]] [[black]], like as [[pitch]], or = ἤ, blacker [[than]] [[pitch]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἠύτε: Ἐπ. μόριον, ὡς, καθώς, ἠύτε κούρῃ Ἰλ. Β. 872, κτλ.· συχνάκις παρ’ Ὁμ. ἐν παρομοιώσεσιν, ἀντὶ ὡς ὅτε, Ἰλ. Α. 359, Β. 87, κτλ.· - ἐν Ἰλ. Δ. 277, τῷ, δὲ τ’ ἄνευθεν ἐόντι μελάντερον ἠύτε πίσσα φαίνεται, πρβλ. πάχετος· οὕτω καὶ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 269, τὸ ἠύτε δύναται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν του· ἂν καὶ ἐν ἀμφοτέροις τούτοις τοῖς χωρίοις ὑπό τινων λαμβάνεται ὡς = ἤ, μελάντερον τῆς πίσσης, ἴδε Spitzn. Exc. Il. xxvi. - Ὅτι τὸ ἠύτε δὲν δύναται νὰ τεθῇ ἀντὶ τοῦ εὖτε, ἀπεδείχθη ὑπὸ τοῦ Buttm. Lexil. ἐν λ. εὖτε, ἠύτε· ἀλλὰ τὸ εὖτε ἅπαξ εὑρίσκεται ἀντὶ τοῦ ἠύτε, Ἰλ. Γ. 10 (καὶ διάφ. γραφ. Τ. 386), ἐν ταύτῃ ὅμως τῇ περιπτώσει ὁ Buttm. προτιμᾷ τὸν συνῃρημ. τύπον ηὖτε -υ, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Π. 216.
English (Autenrieth)
as, like, as when, Il. 4.277, Il. 1.359, Il. 2.87.
Greek Monotonic
ἠύτε: Επικ. μόριο,
I. όπως, καθώς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά στον Όμηρ. σε παρομοιώσεις αντί ὡςὅτε.
II. στην Ομήρ. Ιλ. Δ 277, ύστερα από συγκρ.· μελάντερον ἠύτε πίσσα, πολύ μαύρος, όπως η πίσσα· ἠύτε = ἤ, πιο μαύρος κι από την πίσσα.
Middle Liddell
I. as, like as, Il., etc.; often in Hom. in similes for ὡς ὅτε.
II. in Il. 4. 277 after a comp., μελάντερον ἠύτε πίσσα very black, like as pitch, or = ἤ, blacker than pitch.