θρίγκωμα: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρίγκωμα:''' -ατος, τό, [[γείσο]], [[μαρκίζα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''θρίγκωμα:''' -ατος, τό, [[γείσο]], [[μαρκίζα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρίγκωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> верхний край, карниз (θριγκώματα βωμοῦ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> досл. обрамление, перен. приправа (τῆς τροφῆς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A coping, cornice, cj. for τριχώμασιν, J.AJ15.11.3: metaph., θ. τῆς τροφῆς, of salt, Plu.2.685b.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, = θριγκός; Plut. Symp. 5, 10, 3, übertr., θρίγκωμα τῆς τροφῆς, vom Salz; ist auch Eur. I. T. 74 für τριχώματα vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
θρίγκωμα: τό, θριγκός, γεῖσον, Εὐρ. Ι. Τ. 74, ἐξ εἰκασ. τοῦ Ruhnk.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
revêtement de mur, faîte ; p. anal. bord d’un autel.
Étymologie: θριγκόω.
Greek Monolingual
θρίγκωμα και θρίγχωμα, τὸ (Α) θριγκώ
1. ακροτοίχιο
2. αλάτι.
Greek Monotonic
θρίγκωμα: -ατος, τό, γείσο, μαρκίζα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θρίγκωμα: ατος τό1) верхний край, карниз (θριγκώματα βωμοῦ Eur.);
2) досл. обрамление, перен. приправа (τῆς τροφῆς Plut.).