θυρωρός: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠρωρός:''' Επικ. [[θυραωρός]], ὁ, ἡ ([[ὤρα]] ή [[οὖρος]]), [[φύλακας]] της πόρτας, [[θυρωρός]], [[πορτιέρης]], Λατ. [[janitor]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''θῠρωρός:''' Επικ. [[θυραωρός]], ὁ, ἡ ([[ὤρα]] ή [[οὖρος]]), [[φύλακας]] της πόρτας, [[θυρωρός]], [[πορτιέρης]], Λατ. [[janitor]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠρωρός:''' эп. [[θυραωρός|θῠραωρός]] ὁ и ἡ привратник, привратница Hom., Her., Aesch., Plat., Arst., NT.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρωρός Medium diacritics: θυρωρός Low diacritics: θυρωρός Capitals: ΘΥΡΩΡΟΣ
Transliteration A: thyrōrós Transliteration B: thyrōros Transliteration C: thyroros Beta Code: qurwro/s

English (LSJ)

Cypr. θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., Ep. θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—

   A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, Thürhüter; Aesch. Ch. 558; Her. 1, 120; Plat. Phil. 62 c; Sp., wie Ant. Th. 2 (V, 30). – Auch ἡ, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρωρός: ὁ, ἡ, (ὤρα ἢ οὖρος) φύλαξ τῆς θύρας, Λατ. janitor, Σαπφὼ 99, Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Χο. 565, Πλάτ., κλ.· πρβλ. πυλωρός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ ou ἡ)
portier, portière.
Étymologie: θύρα, ὤρα.

English (Strong)

from θύρα and ouros (a watcher); a gate- warden: that kept the door, porter.

English (Thayer)

θυρωρου, ὁ, ἡ (from θύρα, and ὥρα care; cf. ἀκρυωρος, πυλωρός, τιμωρός; cf. Curtius, § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, porter; male or female janitor: masculine, Sappho), Aeschylus, Herodotus, Xenophon, Plato, Aristotle, Josephus, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός)
ο φύλακας της θύρας, της εισόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α)-ωρός < θύρα + -ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β' συνθετικό (< -Fορός, με σίγηση του -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε-ωρός, πυλ-ωρός].

Greek Monotonic

θῠρωρός: Επικ. θυραωρός, ὁ, ἡ (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωρός: эп. θῠραωρός ὁ и ἡ привратник, привратница Hom., Her., Aesch., Plat., Arst., NT.