θυρίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. της <i>θύρας</i>, σε Πλάτ.· [[παράθυρο]], στον ίδ.
|lsmtext='''θῠρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. της <i>θύρας</i>, σε Πλάτ.· [[παράθυρο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠρίς:''' ίδος ἡ [demin. к [[θύρα]]<br /><b class="num">1)</b> дверца: θυρίδας ἔχειν Plat. быть снабженным дверцами;<br /><b class="num">2)</b> окно, окошко (ἐκ θυρίδος παρακύπτειν Arph. или αἴρεσθαι [[ὑπὲρ]] θυρίδος Plut.; καθεζόμενος ἐπὶ τῆς θυρίδος NT);<br /><b class="num">3)</b> бойница Diod.;<br /><b class="num">4)</b> (в сотах) отверстие ячейки (αἱ θυρίδες ἀμφίστομοι τῶν σχαδόνων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> (в сотах) ячейка (γίνονται σκώληκες ἐν θυρίσι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> створка раковины (τῶν κτενῶν Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρίς Medium diacritics: θυρίς Low diacritics: θυρίς Capitals: ΘΥΡΙΣ
Transliteration A: thyrís Transliteration B: thyris Transliteration C: thyris Beta Code: quri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of θύρα,

   A window, Praxill.5, Ar.V.379, Th.797, Pl.R.359d, Arist. de An.404a4, Ath.50.2, IG11(2).161D101 (Delos, iii B.C.), BGU1116.23 (i B.C.), Plu.2.273b; window-frame, ἐναρμόσαι εἰς ἑκάστην τὴν θ. (opening) χαλκᾶς θ. (frames) IG22.1668.37.    b audience-window of the king or high officials in Egypt, UPZ15.7, 16.20, 53.5 (ii B.C.), Heraclid.Cum.4.    2 opening at each end of a bee's cell, Arist.HA624a7.    3 valve of a bivalve fish, ib.529b7.    4 in pl., embrasures in battlements, IG22.463.55, al.; for artillery, D.S.20.91, D.C.74.10.    II in pl., planks, boards, Heraclid. Pont. ap. Ath.12.521f; tablets, Hsch.    2 cell of wasps, Arist. HA628a20, 629a30.

German (Pape)

[Seite 1227] ίδος, ἡ, dim. von θύρα, kleine Thüröffnung, bes. Fenster; ἵππον χαλκοῦν θυρίδας ἔχοντα Plat. Rep. II, 359 d; ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον Ar. Vesp. 379; κἂν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, aus dem Fenster sehen, Thesm. 797; τὸ φῶς διὰ τᾶς θυρίδος οὐκ εἰσορῇς; p. bei Ath. XV, 697 c; Sp., Plut. Qu. Rom. 36; in der Anth. ὑψίλοφος, Asclpds. 15 (V, 153), εὔτρητοι, Philodem. 7 (V, 123), öfter; – μέλιτος, Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 28; B. A. 100 wird θυρίδα τῆς πινακίδος τὴν πτύχα erkl., kleine Tafel, vgl. Ath. XII, 521 f.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύρα, Πλάτ. Πολ. 359D, Πλούτ. 2. 273Β. 2) παράθυρον, Πράξιλλα 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 379, Θεσμ. 979, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 3, κτλ. 3) αἱ ἑκατέρωθεν θυρίδες τῶν σχαδόνων τῆς μελίσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Ζ. 9. 40, 9., 43, 1. 4) τὸ ὄστρακον διθύρου ὀστρακοδέρμου, ὡς π. χ. τοῦ κτενός, αὐτόθι 4. 4, 24. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., σανίδες, Ἡρακλείδ, παρ’ Ἀθην. 521F: - «θυρίδας Ἀττικοὶ τὰς τῶν γραμματείων πτυχὰς» Ἡσύχ. 2) κυψέλη σφηκῶν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 41, 7.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petite porte ; porte;
2 fenêtre.
Étymologie: θύρα.

Spanish

ventana

English (Strong)

from θύρα; an aperture, i.e. window: window.

English (Thayer)

θυρίδος, ἡ (diminutive of θύρα, properly, a little door; Plato, Dio Cassius), a window: Aristophanes, Theophrastus, Diodorus, Josephus, Plutarch, others; the Sept..)

Greek Monotonic

θῠρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. της θύρας, σε Πλάτ.· παράθυρο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρίς: ίδος ἡ [demin. к θύρα
1) дверца: θυρίδας ἔχειν Plat. быть снабженным дверцами;
2) окно, окошко (ἐκ θυρίδος παρακύπτειν Arph. или αἴρεσθαι ὑπὲρ θυρίδος Plut.; καθεζόμενος ἐπὶ τῆς θυρίδος NT);
3) бойница Diod.;
4) (в сотах) отверстие ячейки (αἱ θυρίδες ἀμφίστομοι τῶν σχαδόνων Arst.);
5) (в сотах) ячейка (γίνονται σκώληκες ἐν θυρίσι Arst.);
6) створка раковины (τῶν κτενῶν Arst.).