καταργυρόω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταργῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καλύπτω]] με [[ασήμι]] — Παθ., <i>καταργυρωμένος</i> (Ιων. αντί <i>κατηργ-</i>), [[επάργυρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αγοράζω]] ή [[δωροδοκώ]] με [[ασήμι]], <i>κατηργυρωμένος</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''καταργῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καλύπτω]] με [[ασήμι]] — Παθ., <i>καταργυρωμένος</i> (Ιων. αντί <i>κατηργ-</i>), [[επάργυρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αγοράζω]] ή [[δωροδοκώ]] με [[ασήμι]], <i>κατηργυρωμένος</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταργυρόω [κατάργυρος] met zilver bedekken; overdr. omkopen:. ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω bezie of ik spreek als iemand die is omgekocht Soph. Ant. 1077. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A cover with silver, silver over, Philoch.138:—Pass., καταργυρωμένους (Ion. for κατηργ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Hdt.1.98, cf. D.S.1.57. II buy or bribe with silver, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω S.Ant.1077.
German (Pape)
[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbern; κατηργυρωμένους ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Her. 1, 98; Sp., wie Plut. Philop. 9. – Bei Soph. Ant. 1064 ist κατηργυρωμένος ein mit Geld Bestochener, ἀργύρῳ πεισθείς, Schol.
Greek (Liddell-Scott)
καταργῠρόω: καλύπτω, κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.˙ καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β˙ καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98˙ τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. ἀγοράζω ἢ διαφθείρω δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω, «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077˙ πρβλ. ὑπάργυρος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 argenter;
2 corrompre avec de l’argent.
Étymologie: κατάργυρος.
Greek Monotonic
καταργῠρόω: μέλ. -ώσω,
I. καλύπτω με ασήμι — Παθ., καταργυρωμένος (Ιων. αντί κατηργ-), επάργυρος, σε Ηρόδ.
II. αγοράζω ή δωροδοκώ με ασήμι, κατηργυρωμένος, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταργυρόω [κατάργυρος] met zilver bedekken; overdr. omkopen:. ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω bezie of ik spreek als iemand die is omgekocht Soph. Ant. 1077.