μάρη: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάρη:''' ἡ, [[χέρι]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μάρη:''' ἡ, [[χέρι]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάρη:''' (ᾰ) ἡ [[μάρπτω]] рука Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = χείρ, hand, Pi.Fr.310. (Hence εὐμαρής, εὐμάρεια.)
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, nach Schol. Il. 15, 137 bei Pind. = χείρ, soll Stammwort von μάρπτω u. εὐμαρής sein.
Greek (Liddell-Scott)
μάρη: [ᾰ], ἡ, = χείρ, Πινδ. Ἀποσπ. 276· ὁπόθεν ἐτυμολογοῦνται αἱ λέξ. εὐμαρής, εὐμάρεια.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
main.
Étymologie: DELG cf. lat. manus, alb. marr « tenir ».
Greek Monolingual
μάρη, ἡ (Α)
χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. μάρη, καθώς και το λατ. manus «χέρι», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε r / n. Το θ. σε -n εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. mund «χέρι», κελτ. manal «δέσμη, δεμάτι», χεττιτ. manijahh «παίρνω στα χέρια, διοικώ», ενώ το θ. σε -r εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. mārr «τείνω». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «χέρι» του τ. μάρη, υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «εύκολος» (πρβλ. τη σημ. του ευμαρής) και συνδέεται με τη λ. μέρος. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. είναι θηλυκού γένους ή μήπως πρέπει να θεωρηθεί πληθ. αριθμός ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο θέμα (τὸ μάρος - τὰ μάρη). Η λ. μάρη ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα σύνθετα ευμαρής και δυσμαρής (πρβλ. ευχερής, δυσχερής)].
Greek Monotonic
μάρη: ἡ, χέρι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μάρη: (ᾰ) ἡ μάρπτω рука Pind.