μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: μεταστρατοπεδεύω Low diacritics: μεταστρατοπεδεύω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: metastratopedeúō Transliteration B: metastratopedeuō Transliteration C: metastratopedeyo Beta Code: metastratopedeu/w

English (LSJ)

   A shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).

German (Pape)

[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.

Greek Monolingual

μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).