μετάφρενον: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάφρενον:''' τό, κανονικά, το [[τμήμα]] (στο ανθρ. [[σώμα]]) [[μετά]] το [[διάφραγμα]] ([[μετὰ]] [[τὰς]] φρένας), τα [[νώτα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
|lsmtext='''μετάφρενον:''' τό, κανονικά, το [[τμήμα]] (στο ανθρ. [[σώμα]]) [[μετά]] το [[διάφραγμα]] ([[μετὰ]] [[τὰς]] φρένας), τα [[νώτα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάφρενον:''' τό досл. часть спины между лопатками перен. спина Hom., Plat. etc.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάφρενον Medium diacritics: μετάφρενον Low diacritics: μετάφρενον Capitals: ΜΕΤΑΦΡΕΝΟΝ
Transliteration A: metáphrenon Transliteration B: metaphrenon Transliteration C: metafrenon Beta Code: meta/frenon

English (LSJ)

τό, prop.

   A part behind the midriff (μετὰ τὰς φρένας), broad of the back: hence, generally, back, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς Il.5.40, cf. 56, al.; μ. ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν 2.265; μ. ἠδὲ καὶ ὤμους (of a woman) Od.8.528, cf. Hp.Acut.66; in pl., of a single person, Il.12.428; ὤμους καὶ μετάφρενα, of a woman, Archil.29. cf. Hld.10.32. — Ep. word, used by Pl.Prt.352a, Arist. Phgn.810b25, Luc.DMeretr.4.2.    II = τὸ μεταξὺ τοῦ νώτου καὶ ὀσφύος κατὰ τὴν τῶν φρενῶν πρόσφυσιν Ruf.Onom.90.

German (Pape)

[Seite 156] τό (eigtl. das dem Zwerchfell, φρένες, Gegenüberliegende), der Theil des Leibes, der zwischen den Schultern liegt, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν, ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν, Il. 5, 40, öfter; σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν, 2, 265, den Rücken, die ganze hintere Seite des Leibes; ὁτέῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένων, 12, 428; oft in der Od., wie 8, 528, ὄπισθεν κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους. – Archil. 13 u. a. D. Auch in Prosa, ἀνακαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον, Plat. Prot. 352 a; Sp. nehmen es bald für die Nierengegend, bald für den Hinterkopf.

Greek (Liddell-Scott)

μετάφρενον: τό, κυρίως τὸ μέρος τοῦ σώματος τὸ ὄπισθεν τοῦ διαφράγματος, (μετὰ τὰς φρένας), καὶ ἀκολούθως καθόλου, τὰ νῶτα, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγὺς Ἰλ. Ε. 40, 56· μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν Β. 265, κτλ.· μετ’ ἠδὲ καὶ ὤμους (ἐπὶ γυναικός) Ὀδ. Θ. 528, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὡς τὰ νῶτα Ἰλ. Μ. 428, Ἀρχίλ. 25· - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Πρωτ. 352Α, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 12 κἑξ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 4. 2. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφ., τὰ περὶ τοὺς νεφροὺς καὶ κατὰ τὸ ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς μέρη, Ροῦφος 30, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
partie supérieure du dos entre les épaules, dos.
Étymologie: μετά, φρήν.

English (Autenrieth)

(φρένες): the part behind the diaphragm, upper part of the back; also pl., Il. 12.428.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετάφρενον)
το τμήμα που βρίσκεται μεταξύ τών δύο ωμοπλατών, η ράχη, τα νώτα, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φρην, φρενός].

Greek Monotonic

μετάφρενον: τό, κανονικά, το τμήμα (στο ανθρ. σώμα) μετά το διάφραγμα (μετὰ τὰς φρένας), τα νώτα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μετάφρενον: τό досл. часть спины между лопатками перен. спина Hom., Plat. etc.