τιμοκρατία: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῑμοκρᾰτία:''' ἡ ([[κρατέω]])·<br /><b class="num">I.</b> πολιτειακό [[σύστημα]] στο οποίο η [[περιουσία]] είναι [[κριτήριο]] εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολιτεία]] στην οποία άρχει η [[αγάπη]] για τα αξιώματα, σε Αριστ. | |lsmtext='''τῑμοκρᾰτία:''' ἡ ([[κρατέω]])·<br /><b class="num">I.</b> πολιτειακό [[σύστημα]] στο οποίο η [[περιουσία]] είναι [[κριτήριο]] εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολιτεία]] στην οποία άρχει η [[αγάπη]] για τα αξιώματα, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῑμοκρᾰτία:''' ἡ тимократия<br /><b class="num">1)</b> государство, власть в котором принадлежит наиболее уважаемым гражданам Plat.;<br /><b class="num">2)</b> государство, в котором власть принадлежит гражданам с высоким имущественным цензом Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A state in which the love of honour is the ruling principle, expld. by Pl. as ἡ φιλότιμος πολιτεία. R.545b; cf. τιμαρχία. II state in which honours are distributed according to a rating of property, timocracy, Arist.EN1160a36,b17.
German (Pape)
[Seite 1116] ἡ, bei Plat. Rep. VIII, 545 c u. öfter, ein Staat, dessen Grundlage die Ehre ist; bei Arist. eth. 8, 10 ein Staat, in welchem die Aemter u. Ehrenstellen nach der Schätzung des Vermögens, nach dem Census vertheilt werden.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμοκρᾰτία: ἡ πολιτεία ἐν ᾗ ἡ πρὸς τὴν τιμὴν ἀγάπη εἶναι ἡ διοικοῦσα ἀρχή, ἑρμηνεύεται δὲ παρὰ Πλάτ. ὡς, ἡ φιλότιμος πολιτεία, Πολ. 545Β, πρβλ. τιμαρχία. ΙΙ. πολίτευμα, καθ’ ὃ τὰ ἀξιώματα διανέμονται ἀναλόγως πρὸς τὴν διατίμησιν τῆς περιουσίας, κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 1 καὶ 3, = ἡ ἐκ τιμημάτων πολιτεία, ἣν ὁ Πλάτ. (Πολ. 550C) καλεῖ ὀλιγαρχίαν, ὁ δὲ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 6, 12) πλουτοκρατίαν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 État dans lequel l’amour des honneurs est le principal mobile;
2 État où le pouvoir appartient aux citoyens possesseurs d’un certain revenu.
Étymologie: τιμή, κρατέω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
πολιτικό σύστημα της αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση
αρχ.
το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].
Greek Monotonic
τῑμοκρᾰτία: ἡ (κρατέω)·
I. πολιτειακό σύστημα στο οποίο η περιουσία είναι κριτήριο εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ.
II. πολιτεία στην οποία άρχει η αγάπη για τα αξιώματα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
τῑμοκρᾰτία: ἡ тимократия
1) государство, власть в котором принадлежит наиболее уважаемым гражданам Plat.;
2) государство, в котором власть принадлежит гражданам с высоким имущественным цензом Arst.