ὑπερίσχω: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερίσχω:''' = [[ὑπερέχω]], αμτβ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι από πάνω, [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]], με γεν., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[προασπίζω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑπερίσχω:''' = [[ὑπερέχω]], αμτβ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι από πάνω, [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]], με γεν., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[προασπίζω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερίσχω:''' <b class="num">1)</b> держать сверху (ὑ. τὰς κεφαλὰς [[ὑπὲρ]] τὸ [[ὑγρόν]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> брать верх ([[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει Hes.);<br /><b class="num">3)</b> становиться на защиту (τινός Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ὑπερέχω, hold above, ἱκέτησι χεῖρ' ὑ. A.R.3.986; τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Plb.3.84.9. II intr., to be or rise above, Thphr.CP2.19.4; project, Aret.SA2.6. 2 to be superior, prevail, τῷ ἰσχύειν Thphr.CP1.15.3: c. gen., prevail over, δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.Op.217: c. acc., ὑ. τὴν αἰδῶ τὸ πάθος Aret.SA2.12. 3 protect, τινος AP6.268 (Mnasalc., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ἴσχω), = ὑπερέχω, τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Pol. 3, 84, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσχω: ὑπερέχω, ἔχω ὑπεράνω, τὸ δὲ πολὺ πλῆθος... προβαῖνον εἰς τὴν λίμνην ἔμενε τὰς κεφαλὰς αὐτὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Πολύβ. 3. 84, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4. 2) ὑπερέχω, ὑπερίσχουσι τῷ ἰσχύειν αὐτόθι 1. 15, 3· μετὰ γεν., ὑπερισχύω, νικῶ, δίκη δ’ ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 215· μετ’ αἰτ., τὸ πάθος ὑπ. τὴν αἰδῶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12. 3) ὑπερμαχῶ, Ἀνθ. Παλατ. 6. 268.
French (Bailly abrégé)
I. tr. tenir au-dessus de;
II. intr. 1 se tenir ou s’élever, s’élever au-dessus;
2 fig. l’emporter sur, acc. ; abs. l’emporter : τινι par qch;
3 se tenir au-dessus de pour protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἴσχω.
Greek Monolingual
Α
1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι
3. (αμτβ.) υψώνομαι πάνω από κάτι
4. μτφ. α) υπερέχω
β) υπερισχύω, νικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].
Greek Monotonic
ὑπερίσχω: = ὑπερέχω, αμτβ.,
I. είμαι από πάνω, υπερισχύω, επικρατώ, με γεν., σε Ησίοδ.
II. προασπίζω, τινός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίσχω: 1) держать сверху (ὑ. τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Polyb.);
2) брать верх (δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.);
3) становиться на защиту (τινός Anth.).