χαλκοστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που είναι [[στεφανωμένος]] με χαλκό, [[τέμενος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''χαλκοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που είναι [[στεφανωμένος]] με χαλκό, [[τέμενος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοστέφᾰνος:''' увенчанный медной кровлей или медным карнизом ([[τέμενος]] ap. Diod.).
}}
}}

Revision as of 05:53, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοστέφᾰνος Medium diacritics: χαλκοστέφανος Low diacritics: χαλκοστέφανος Capitals: ΧΑΛΚΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: chalkostéphanos Transliteration B: chalkostephanos Transliteration C: chalkostefanos Beta Code: xalkoste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A bronze-crowned, τέμενος Epigr. ap. D.S. 11.14.

German (Pape)

[Seite 1332] mit Erz bekränzt, umgeben, τέμενος Ep. ad. 143 (App. 242) bei D. Sic. 11, 14.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοστέφᾰνος: -ον, ὁ χαλκῷ ἐστεμμένος, τέμενος Ἀνθολ. Παλατ. παράρτ. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné d’airain (temple).
Étymologie: χαλκός, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + στέφανος (πρβλ. κισσο-στέφανος, χρυσο-στέφανος)].

Greek Monotonic

χαλκοστέφᾰνος: -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοστέφᾰνος: увенчанный медной кровлей или медным карнизом (τέμενος ap. Diod.).