χλιδάω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλῐδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[χλιδή]]), είμαι [[λεπτός]] ή [[τρυφηλός]], χλιδῶσα [[μολπή]], σε Πίνδ.· ζω με [[χλιδή]], [[γλεντώ]], ζω με [[πολυτέλεια]], <i>τινί</i>, σε [[κάτι]], σε Αισχύλ.· [[χλιδάω]] [[ἐπί]] τινι, [[υπερηφανεύομαι]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''χλῐδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[χλιδή]]), είμαι [[λεπτός]] ή [[τρυφηλός]], χλιδῶσα [[μολπή]], σε Πίνδ.· ζω με [[χλιδή]], [[γλεντώ]], ζω με [[πολυτέλεια]], <i>τινί</i>, σε [[κάτι]], σε Αισχύλ.· [[χλιδάω]] [[ἐπί]] τινι, [[υπερηφανεύομαι]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλῐδάω:''' <b class="num">1)</b> быть роскошным: χλιδῶν [[πλόκαμος]] Aesch. пышные кудри; χλιδῶντα θρέψαι τινά Arph. воспитать кого-л. в роскоши;<br /><b class="num">2)</b> быть изнеженным: χλιδῶσα [[μολπή]] Pind. страстная или нежная песнь;<br /><b class="num">3)</b> гордиться, кичиться (τινι Aesch., Eur. и ἐπί τινι Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
poet. Verb,
A to be soft or delicate, χλιδῶσα μολπά Pi.O.10(11).84; χλιδῶν πλόκαμος A.Fr.313: but mostly in bad sense, live delicately or luxuriously, Ar.Lys.640 (troch.); rare in Prose, χ. κατὰ τὴν δίαιταν Arr.An.5.4.4: c. dat., revel in, τοῖς παροῦσι πράγμασι A.Pr.971; πλούτῳ E.Fr. 986; πώγωνι S.Ichn.358; χ. ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, δῶρ' ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Id.El.360: abs., show insolence, A.Supp.833 (lyr., s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 1359] weichlich, üppig sein, ein weichliches oder schwelgerisches Leben führen, auch übermüthig sein, τοῖς παροῦσι πράγμασι, auf die gegenwärtige Lage der Dinge übermüthig pochen, Aesch. Prom. 973, vgl. Suppl. 813; δῶρ', ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Soph. El. 352; Ar. Eccl. 640; – seltner im guten Sinne, χλιδῶσα μολπή, weicher, zarter Gesang, Pind. Ol. 11, 88.
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδάω: μέλλ. -ήσω· (χλιδή)· - ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι χλιδανός, ἁβρός, λεπτός, χλιδῶσα μολπὴ Πινδ. Ο. 10 (11). 99· χλιδῶν πλόκαμος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 322· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι μαλθακός, διάγω ἐν χλιδῇ βίον τρυφηλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 833, Ἀριστοφ. Λυσ. 640· τινι, ἔν τινι πράγματι, τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971· πλούτῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 976· ὡσαύτως, χλιδῶ ἐπί τινι, ὑπερηφανεύομαι διά τι πρᾶγμα, δῶρ’ ἐφ’ οἷσι νῦν χλιδᾷς Σοφ. Ἠλ. 360 - Ἡσύχ. «χλιδᾷ... τρυφᾷ» καὶ «χλιδώσαις· τρυφώσαις».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être mou, délicat, efféminé;
2 s’enorgueillir, être fier, tirer vanité : τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: χλιδή.
English (Slater)
χλῐδάω
nbsp; 1 swell met. χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84)
Greek Monotonic
χλῐδάω: μέλ. -ήσω (χλιδή), είμαι λεπτός ή τρυφηλός, χλιδῶσα μολπή, σε Πίνδ.· ζω με χλιδή, γλεντώ, ζω με πολυτέλεια, τινί, σε κάτι, σε Αισχύλ.· χλιδάω ἐπί τινι, υπερηφανεύομαι για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
χλῐδάω: 1) быть роскошным: χλιδῶν πλόκαμος Aesch. пышные кудри; χλιδῶντα θρέψαι τινά Arph. воспитать кого-л. в роскоши;
2) быть изнеженным: χλιδῶσα μολπή Pind. страстная или нежная песнь;
3) гордиться, кичиться (τινι Aesch., Eur. и ἐπί τινι Soph.).