ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠλεσίκαρπος:''' -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· <i>ἰτέαι ὠλεσίκαρποι</i>, [[γιατί]] αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους [[προτού]] ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὠλεσίκαρπος:''' -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· <i>ἰτέαι ὠλεσίκαρποι</i>, [[γιατί]] αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους [[προτού]] ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠλεσίκαρπος:''' теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr.HP3.1.3; [ἐρινεός] Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.
English (Autenrieth)
losing their fruit, of the willow which drops its fruit before ripening, Od. 10.510†.
Greek Monolingual
και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσί-καρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
ὠλεσίκαρπος: -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, γιατί αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους προτού ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠλεσίκαρπος: теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.).