ὁλοκληρία: Difference between revisions
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
(3b) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁλοκληρία:''' ἡ целость, неповрежденность, невредимость (τοῦ σώματος Plut.). | |elrutext='''ὁλοκληρία:''' ἡ целость, неповрежденность, невредимость (τοῦ σώματος Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὁλοκληρία]], ἡ,<br />completeness or [[soundness]] in all its parts, NTest. [from [[ὁλόκληρος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A completeness or soundness in all parts, τοῦ σώματος, τῶν αἰσθητηρίων, Chrysipp.Stoic.3.33, Plu.2.1041f : abs., Act.Ap.3.16, Plu.2.1063f, Demetr.Eloc.3, SIG1142 (Phrygia, i/ii A. D.), POxy.123.6(iii/iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 325] ἡ, die Ganzheit, Vollständigkeit, Unversehrtheit in allen Theilen, Sp., wie Plut. adv. Stoic. 11; LXX. u. N. T., das ganze Erbtheil.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοκληρία: ἡ, τὸ πλῆρες ἢ ἡ ἀκεραιότης εἰς ὅλα τὰ μέρη, τῶν αἰσθητηρίων, τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 1041F, 1047E· ἀπολ., αὐτόθι 1063F, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
état d’une chose entière, ensemble complet, intégrité ; état sain.
Étymologie: ὁλόκληρος.
English (Strong)
from ὁλόκληρος; integrity, i.e. physical wholeness: perfect soundness.
English (Thayer)
ὁλοκηριας, ἡ (ὁλόκληρος, which see), Latin integritas; used of an unimpaired condition of body, in which all its members are healthy and fit for use; Vulg. integra sanitas (A. V. perfect soundness): ὑγίεια, Plutarch, mor., p. 1063f.; with τοῦ σώματος added, ibid., p. 1047e.; cf. (Diogenes Laërtius 7,107; corporis integritas, equivalent to health, in Cicero, de fin. 5,14, 40; the Sept. for מְתֹם, Isaiah 1:6).
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁλοκληρία) ολόκληρος
νεοελλ.
φρ. «καθ' ολοκληρίαν» — εντελώς, εξ ολοκλήρου
μσν.-αρχ.
η ολότητα, το πλήρες, το σύνολον, η ακεραιότητα σε όλα τα μέρη, η πληρότητα («μέρους τινός ὑποσπωμένου ἐκ τῆς κατὰ γένος ὁλοκληρίας», Ευστ.).
Greek Monotonic
ὁλοκληρία: ἡ, αρτιότητα ή ακεραιότητα σε όλα τα μέρη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὁλοκληρία: ἡ целость, неповрежденность, невредимость (τοῦ σώματος Plut.).
Middle Liddell
ὁλοκληρία, ἡ,
completeness or soundness in all its parts, NTest. [from ὁλόκληρος