τυκίζω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῠκίζω:''' обтесывать, тесать (λίθους Arph.).
|elrutext='''τῠκίζω:''' обтесывать, тесать (λίθους Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠκίζω, [[τύκος]]<br />to [[work]] stones, Ar.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκίζω Medium diacritics: τυκίζω Low diacritics: τυκίζω Capitals: ΤΥΚΙΖΩ
Transliteration A: tykízō Transliteration B: tykizō Transliteration C: tykizo Beta Code: tuki/zw

English (LSJ)

(τύκος)

   A work stones, λίθους Ar.Av.1138.

Greek (Liddell-Scott)

τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.

French (Bailly abrégé)

tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.

Greek Monolingual

ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.

Greek Monotonic

τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).

Middle Liddell

τῠκίζω, τύκος
to work stones, Ar.