ἔγκαυμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔγκαυμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ожог Luc.
|elrutext='''ἔγκαυμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ожог Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔγκαυμα]], ατος, τό, [[ἐγκαίω]]<br />a [[sore]] from [[burning]], Luc.
}}
}}

Revision as of 19:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκαυμα Medium diacritics: ἔγκαυμα Low diacritics: έγκαυμα Capitals: ΕΓΚΑΥΜΑ
Transliteration A: énkauma Transliteration B: enkauma Transliteration C: egkavma Beta Code: e)/gkauma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐγκαίω)

   A mark burnt in, sore from burning, Luc.DDeor.13.2, al.    II encaustic picture, Pl.Ti.26c, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), Dicaearch.1.8, Plu.2.759c.    III ulcer in the eye, Aët.7.27.

German (Pape)

[Seite 707] τό, das Eingebrannte, Brandmal; Plat. Tim. 26 c u. Sp.; Brandwunden, Luc. D. D. 13, 2. Bei Poll. 7, 109 = Zunder. – Bes. = in Wachsfarben eingebranntes Gemälde; εἰκόνες οἷον ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι διὰ πυρός Plut. Amator. 16 p. 32; vgl. Plin. H. N. 35, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκαυμα: τό, (ἐγκαίω) σημεῖον γινόμενον δι’ ἐγκαύματος, στίγμα, Πλάτ. Τίμ. 26C· ἕλκος ἐκ καύματος, Λουκ. Θ. Διάλ. 13. 2. ΙΙ. εἰκὼν κατεσκευασμένη δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Δικαίαρχ. ἐν Creuzer Mel. 3. σ. 186, Πλούτ. 2. 759C. ΙΙΙ. ἔναυσμα, προσάναμμα, ξύλα πρὸς καῦσιν, Σοφ. Ἀποσπ. 218.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 brûlure ; plaie produite par une brûlure;
2 peinture à l’encaustique.
Étymologie: ἐγκαίω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1pintura encáustica, pintura al encausto οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονεν se me quedó grabado como pinturas al encausto de dibujo indeleble Pl.Ti.26c, cf. ID 1417A.1.20, 1426A.1.23 (ambas II a.C.).
2 quemadura, herida σου τὰ ἐγκαύματα ἰασάμην Asclepio a Heracles, Luc.DDeor.15.2, cf. DMar.10.2.
3 marca realizada con fuego, marca de hierro candente ἐν τῷ μηρῷ εἶχεν ἔ. βοὸς φαίνοντα κεφαλήν Ps.Callisth.1.15B, cf. Ael.Dion.τ 26
fig. en el alma οἷον ἔ. τῆς ψυχῆς τῶν μαθημάτων ἕκαστον cada una de las cosas que aprenden es como una marca impresa en el alma a fuego Plu.Cat.Mi.1, cf. Luc.Cat.24, ἐγκαύματα ταῖς καρδίαις ἑαυτῶν ἐγχαράσσουσι Gr.Nyss.Virg.282.17.
II combustible para un baño público PHels.12.12, 21 (II a.C.), σύνοψις τῶν ἐγκαυμά(των) τοῦ δημοσί(ου) ... λουτρ(οῦ) POxy.2040.1 (VI/VII d.C.), cf. 2206.9 (VI d.C.), τὴν πίσσαν καὶ τὰ ἐγκαύματα PYale inv.1804.23ue.5 (biz.) en Tyche 11.1996.101.

Greek Monolingual

το (AM ἔγκαυμα)
κάκωση του δέρματος από άμεση επενέργεια υψηλής θερμοκρασίας ή χημικών ουσιών
αρχ.
1. ζωγραφιά με έγκαυση
2. κάκωση του ματιού.

Greek Monotonic

ἔγκαυμα: -ατος, τό (ἐγκαίω), σημάδι από κάψιμο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκαυμα: ατος τό1) выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);
2) ожог Luc.

Middle Liddell

ἔγκαυμα, ατος, τό, ἐγκαίω
a sore from burning, Luc.