ὑπονύσσω: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπονύσσω:''' колоть, жалить ([[ἄκρα]] [[δάκτυλα]] Theocr.). | |elrutext='''ὑπονύσσω:''' колоть, жалить ([[ἄκρα]] [[δάκτυλα]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[prick]] or [[sting]] [[underneath]]: [[generally]], to [[sting]], Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 10 January 2019
English (LSJ)
A prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.
Greek Monolingual
Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτω («ἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].
Greek Monotonic
ὑπονύσσω: μέλ. -ξω, τρυπώ ή τσιμπώ, κεντώ από κάτω· γενικά, κεντρίζω, τσιμπώ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονύσσω: колоть, жалить (ἄκρα δάκτυλα Theocr.).
Middle Liddell
fut. ξω
to prick or sting underneath: generally, to sting, Theocr.