προσεμβάλλω: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσεμβάλλω:''' <b class="num">1)</b> сверх того ввергать (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);<br /><b class="num">2)</b> также вводить, помещать (φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.). | |elrutext='''προσεμβάλλω:''' <b class="num">1)</b> сверх того ввергать (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);<br /><b class="num">2)</b> также вводить, помещать (φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-εμβάλλω erbij inwerpen, erbij in... plaatsen; met acc. en prep. bep.. αὐτὸς ἐφ ’ ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον op eigen houtje plaatste hij een extra garnizoen bij het Mouseion Plut. Demetr. 34.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A throw or put into besides, Pl.Cra.439c; πίτυρον D.S. 3.14; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plu.Demetr.34; ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος D.C.43.31 codd., cf. PCair.Zen.244.1 (Pass.), 423 (Act. and Med., iii B.C.), Dsc.1.56, etc. II intr., go into besides, Plu.2.751f(dub.l.).
German (Pape)
[Seite 759] (s. βάλλω), noch dazu hineinwerfen, hineinthun; Plat. Crat. 439 c; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον, Plut. Demetr. 34; auch intr. (sc. ἑαυτόν), noch dazu hineindringen, amator. 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμβάλλω: ἐμβάλλω, ῥίπτω, ἢ θέτω ἐντὸς προσέτι, Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσέρχομαι προσέτι, Πλούτ. 2. 751F.
French (Bailly abrégé)
1 tr. jeter en outre vers ou sur, avec εἰς et l’acc.;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) se jeter en outre sur.
Étymologie: πρός, ἐμβάλλω.
Greek Monolingual
Α ἐμβάλλω
1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ.
β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.)
2. εισέρχομαι επιπροσθέτως.
Greek Monotonic
προσεμβάλλω: ρίχνω ή τοποθετώ παραδίπλα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσεμβάλλω: 1) сверх того ввергать (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);
2) также вводить, помещать (φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plut.);
3) (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εμβάλλω erbij inwerpen, erbij in... plaatsen; met acc. en prep. bep.. αὐτὸς ἐφ ’ ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον op eigen houtje plaatste hij een extra garnizoen bij het Mouseion Plut. Demetr. 34.7.