περικαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(3b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικᾰθίζω:''' осаждать (τὸ [[τεῖχος]] Diod.).
|elrutext='''περικᾰθίζω:''' осаждать (τὸ [[τεῖχος]] Diod.).
}}
{{elnl
|elnltext=περι-καθίζω, ptc. aor. pass. περικαθεσθείς om... heen doen zitten, doen zitten op. rondom... zitten:; περὶ τράπεζαν om de tafel Luc. 13.23; belegeren:. τὸ τεῖχος de stadsmuur Apollod. [Dem.] 59.102.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαθίζω Medium diacritics: περικαθίζω Low diacritics: περικαθίζω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: perikathízō Transliteration B: perikathizō Transliteration C: perikathizo Beta Code: perikaqi/zw

English (LSJ)

   A cause to sit around or over, Hp.Mul.1.51.    2 π. στρατὸν τῇ πόλει invest a city, J.AJ8.14.1, cf. 13.5.5.    II intr., sit round, τῇ πυρᾷ Max.Tyr.27.6, cf. Ach.Tat.3.5, Orib.Eup.4.113.4 : but usu. besiege, φρούριον Wilcken Chr.11 B 10 (ii B.C.); τὸ τεῖχος v.l. in D.S.20.103; π. κύκλῳ τὴν πόλιν App.Hisp.53 ; περὶ or ἐπὶ τὴν πόλιν, LXX 1 Ma.11.61, 4 Ki.6.24 : abs., J.AJ12.8.1, al.    III Med., invest, περικαθεζόμενοι (aor. part.) τὸ τεῖχος D.59.102 ; τὴν πόλιν περικαθισάμενος Memn.45.1 : intr. in pass. form, περικαθεσθέντες having sat down round about, Luc.VH1.23, S.E.P.3.232 : pres.inf.περικαθέζεσθαι, = obsidere, Gloss.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἵζω), rings herum oder umher setzen, Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθίζω: καθίζω ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ τεῖχος Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24).

Greek Monolingual

Α
1. καθίζω κάποιον ή κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι
2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάποιον ή από κάτι («περικαθίζειν στρατὸν τῇ πόλει», Ιώσ.)
3. περικυκλώνω, πολιορκώ
4. (αμτβ.) κάθομαι ή βρίσκομαι γύρω γύρω από κάτι.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθίζω: осаждать (τὸ τεῖχος Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καθίζω, ptc. aor. pass. περικαθεσθείς om... heen doen zitten, doen zitten op. rondom... zitten:; περὶ τράπεζαν om de tafel Luc. 13.23; belegeren:. τὸ τεῖχος de stadsmuur Apollod. [Dem.] 59.102.