κολακεύω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κολᾰκεύω:''' <b class="num">1)</b> льстить, быть льстецом Plat., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести. | |elrutext='''κολᾰκεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> льстить, быть льстецом Plat., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn. | |elnltext=κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A to be a flatterer, Ar.Eq.48, Pl.R.538b, Grg.521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.Ir.p.66 W. 2 c. acc., flatter, And.4.16, X.HG5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.Alc.1.120b: metaph., τὴν κατάποσιν κ. Muson.Fr.18Ap.97 H.:—Pass., to be flattered, be open to flattery, Democr.115, D.8.34, etc. 3 metaph., soften, render mild, Alex. Trall.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 1472] schmeicheln; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκεύω: εἶμαι κόλαξ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, δέχομαι κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
French (Bailly abrégé)
flatter, aduler, acc..
Étymologie: κόλαξ.
Greek Monolingual
(AM κολακεύω) κόλαξ
1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β. «τιμᾱν ἂν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», Πλάτ.)
2. παθ. κολακεύομαι
δέχομαι ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται, προξενώ τιμή ή ικανοποίηση σε κάποιον («η φιλία σας μέ κολακεύει»)
2. μτφ. ανεβάζω κάποιον πάνω από την πραγματική του αξία, κάνω κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα»
3. μέσ. ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να πιστεύω ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)
μσν.-αρχ.
1. κάνω κάτι ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, μαλακώνω
2. μτφ. κάνω κάτι ευχάριστο.
Greek Monotonic
κολᾰκεύω: μέλ. -σω (κόλαξ), κολακεύω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι επιρρεπής στην κολακεία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκεύω:
1) льстить, быть льстецом Plat., Arph.;
2) льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn.