παιδευτής: Difference between revisions
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
(nl) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παιδευτής -οῦ, ὁ [παιδεύω] opvoeder, leraar. | |elnltext=παιδευτής -οῦ, ὁ [παιδεύω] opvoeder, leraar. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παιδευτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> воспитатель, наставник, учитель Plat., NT, Plut.;<br /><b class="num">2)</b> каратель NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:18, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A teacher, instructor, Pl.R.493c, al., IG22.1011.35. 2 minister of education, Pl.Lg.811d, al. II corrector, chastiser, Ep.Hebr.12.9.
German (Pape)
[Seite 440] ὁ, der Erzieher, Lehrer; Plat. Legg. VIII, 835 a; καὶ τροφεύς, Polit. 308 e; Sp., wie Plut. Lycurg. 12.
Greek (Liddell-Scott)
παιδευτής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, Πλάτ. Πολ. 493C, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ τιμωρῶν τινα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιβ΄, 9.
English (Strong)
from παιδεύω; a trainer, i.e. teacher or (by implication) discipliner: which corrected, instructor.
English (Thayer)
παιδευτου, ὁ (παιδεύω);
1. an instructor, preceptor, teacher: Plato, legg. 7, p. 811d., etc.; Plutarch, Lycurgus,
c. 12, etc.; (Diogenes Laërtius 7,7).
2. a chastiser: Hosea 5:2; Psalt. Sal. 8,35).
Greek Monolingual
το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) παιδεύω
1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί)
2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ)
νεοελλ.
αυτός που βασανίζει κάποιον.
Greek Monotonic
παιδευτής: -οῦ, ὁ (παιδεύω)·
I. δάσκαλος, εκπαιδευτής, παιδαγωγός, σε Πλάτ.
II. διορθωτής, τιμωρός, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδευτής -οῦ, ὁ [παιδεύω] opvoeder, leraar.
Russian (Dvoretsky)
παιδευτής: οῦ ὁ
1) воспитатель, наставник, учитель Plat., NT, Plut.;
2) каратель NT.