διατροπή: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(1b) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διατροπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> замешательство, смятение (εἰς διατροπὴν ἐμπίπτειν Polyb.; διατροπὴν καὶ φόβον τινὶ παρασχέσθαι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> расстройство: διατροπαὶ ναυτιώδεις Plut. приступы тошноты;<br /><b class="num">3)</b> смущение, стыд Cic. | |elrutext='''διατροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> замешательство, смятение (εἰς διατροπὴν ἐμπίπτειν Polyb.; διατροπὴν καὶ φόβον τινὶ παρασχέσθαι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> расстройство: διατροπαὶ ναυτιώδεις Plut. приступы тошноты;<br /><b class="num">3)</b> смущение, стыд Cic. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A confusion, agitation, PTeb.27.104 (ii B.C.), Plb.1.16.4,al., Onos.42.2 (pl.); fiasco, debâcle, Cic.Att.9.13.7. 2 disgust, Metrod.Herc.831.7, 19, cf. Phld.Rh.1.219 S.; δ. καὶ φόβος D.S.17.41. 3 pity, sympathy, Anon. ap. Suid. 4 δ. τοῖς ἀδικοῦσι γίνεσθαι divert them from wrongdoing, J.BJ2.16.4.
German (Pape)
[Seite 608] ἡ (s. διατρέπω), Bestürzung; εἰς τοσαύτην ἤγαγε διατροπήν Pol. 8, 7, 3; εἰς δ. ἐμπίπτειν, 16, 8, 10; καὶ φόβον παρέχειν, D. Sic. 17, 41. Auch = Schande, Cic. Att. 9, 13.
Greek (Liddell-Scott)
διατροπή: ἡ, σύγχυσις, ταραχή, ἔκπληξις, Πολύβ. 1.16,4, κτλ. 2) αἰσχύνη, ἐντροπή, Κικέρ. Ἀττικ. 9,13.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 cambio, convulsión ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9
•disuasión τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.BI 2.351.
2 confusión, desorden τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου PTeb.27.104 (II a.C.), cf. Cic.Att.180.7
•susto, aturdimiento δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) Herc.831.7.2, Phld.Rh.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.
Greek Monolingual
διατροπή, η (Α) διατρέπω
1. σύγχυση, έκπληξη, ταραχή
2. αποτυχία, καταστροφή
3. δυσαρέσκεια
4. λύπη, συμπάθεια, ευσπλαγχνία
5. αποτροπή από σφάλμα.
Russian (Dvoretsky)
διατροπή: ἡ
1) замешательство, смятение (εἰς διατροπὴν ἐμπίπτειν Polyb.; διατροπὴν καὶ φόβον τινὶ παρασχέσθαι Diod.);
2) расстройство: διατροπαὶ ναυτιώδεις Plut. приступы тошноты;
3) смущение, стыд Cic.