ἱερόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱερόγλωσσος:''' обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).
|elrutext='''ἱερόγλωσσος:''' обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱερό-γλωσσος, ον [[γλῶσσα]]<br />of [[prophetic]] [[tongue]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόγλωσσος Medium diacritics: ἱερόγλωσσος Low diacritics: ιερόγλωσσος Capitals: ΙΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hieróglōssos Transliteration B: hieroglōssos Transliteration C: ieroglossos Beta Code: i(ero/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.

German (Pape)

[Seite 1241] mit heiliger Zunge, von Wahrsagern, Κλυτίδαι Ep. ad. (App. 371) aus Paus. 6, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόγλωσσος: -ον, ἔχων προφητικὴν γλῶσσαν, Ἀνθολ. Παλ. παράρτ. 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sainte ou prophétique.
Étymologie: ἱερός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἱερόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόγλωσσος: обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).

Middle Liddell

ἱερό-γλωσσος, ον γλῶσσα
of prophetic tongue, Anth.