παραπρεσβεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραπρεσβεία:''' ἡ недобросовестно выполненная миссия, негодное выполнение посольских обязанностей Dem., Aeschin., Plut.
|elrutext='''παραπρεσβεία:''' ἡ недобросовестно выполненная миссия, негодное выполнение посольских обязанностей Dem., Aeschin., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρα-[[πρεσβεία]], ἡ,<br />a [[dishonest]] embassage, Dem.
}}
}}

Revision as of 05:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπρεσβεία Medium diacritics: παραπρεσβεία Low diacritics: παραπρεσβεία Capitals: ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑ
Transliteration A: parapresbeía Transliteration B: parapresbeia Transliteration C: parapresveia Beta Code: parapresbei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A faithless or dishonest embassy, D.21.5 ; περὶ τῆς π., title of speeches by D. and Aeschin.; παραπρεσβείας κατακριθέντες Phld.Rh.2.224 S.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, eine untreu verwaltete, wider die Absicht und den Befehl des Staates geführte Gesandtschaft, Dem. or. 19 u. Aesch. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραπρεσβεία: ἡ, ἡ παρὰ τὴν θέλησιν τῆς πόλεως γενομένη πρεσβεία, παράνομος καὶ δολία πρεσβεία, Δημ. 515. 27. Ἔχομεν αὐτοῦ τὸν λόγον περὶ παραπρεσβείας (Falsa Legatio) τοῦ Αἰσχίνου καὶ τὴν ἀπάντησιν τούτου.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ambassade malhabile ou malhonnête.
Étymologie: παρά, πρεσβεία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παραπρεσβεύω
παράνομη και δόλια πρεσβεία, πρεσβεία που γίνεται κατά παράβαση τών εντολών της πολιτείας και με αντεθνικούς σκοπούς («παρανόμων ἤ παραπρεσβείας... ἔμελλον αὐτοῡ κατηγορεῑν», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. «παραπρεσβείας γραφή»
(αττ. δίκ.) μήνυση που μπορούσε να υποβληθεί από κάθε Αθηναίο πολίτη εναντίον πρέσβεως της πατρίδας του, για πλημμελή διαγωγή, αμέλεια καθήκοντος, κακή διαχείριση ή ιδιοποίηση του δημόσιου χρήματος κατά την διάρκεια της αποστολής του.

Greek Monotonic

παραπρεσβεία: ἡ, δόλια αποστολή πρεσβείας, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπρεσβεία -ας, ἡ [παραπρεσβεύω] corrupt gezantschap.

Russian (Dvoretsky)

παραπρεσβεία: ἡ недобросовестно выполненная миссия, негодное выполнение посольских обязанностей Dem., Aeschin., Plut.

Middle Liddell

παρα-πρεσβεία, ἡ,
a dishonest embassage, Dem.