εὐρωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐρωπός:''' широкий, обширный ([[χάσμα]] Eur.).
|elrutext='''εὐρωπός:''' широкий, обширный ([[χάσμα]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρ-ωπός, ή, όν [[εὐρύς]], ὤψ] poet. for [[εὐρύς]], Eur.]
}}
}}

Revision as of 15:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωπός Medium diacritics: εὐρωπός Low diacritics: ευρωπός Capitals: ΕΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: eurōpós Transliteration B: eurōpos Transliteration C: evropos Beta Code: eu)rwpo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = εὐρύς, E.IT626, Opp.H.3.20, 4.526.

German (Pape)

[Seite 1096] = εὐρύς, Ggstz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωπός: -ή, -όν, = εὐρύς, Εὐρ. Ι. Τ. 626, Ὀππ. Ἁλ. 3. 20., 4. 526· πρβλ. στενωπός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
large, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.

Greek Monolingual

εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

εὐρωπός: -ή, -όν (εὐρύς, ὤψ), ποιητ. αντί εὐρύς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωπός: широкий, обширный (χάσμα Eur.).

Middle Liddell

εὐρ-ωπός, ή, όν εὐρύς, ὤψ] poet. for εὐρύς, Eur.]