φωταγωγός: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(4b) |
(1b) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωτᾰγωγός:''' ἡ (sc. [[θύρα]] или [[θυρίς]]) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.). | |elrutext='''φωτᾰγωγός:''' ἡ (sc. [[θύρα]] или [[θυρίς]]) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φωτ-ᾰγωγός, όν<br />[[guiding]] with a [[light]]: [[φωταγωγός]] (sc. θύρἀ, an [[opening]] for [[light]], a [[window]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1323] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. θύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.
Greek (Liddell-Scott)
φωτᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. θύρα), ἄνοιγμα πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, ἡ φωταγωγὸς = λαμπάς, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui amène la lumière ; subst. ἡ φωταγωγός (θυρίς) fenêtre.
Étymologie: φῶς, ἄγω.
Spanish
que ilumina, que trae a la luz
Greek Monolingual
-ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που φέρνει φως
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός
άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων
μσν.
1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φωταγωγός
η λαμπάδα
αρχ.
1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει
2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)
3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση
4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός)].
Greek Monotonic
φωτᾰγωγός: -όν, αυτός που οδηγεί με φως· φωταγωγός (ενν. θύρα), ἡ, άνοιγμα για φως, παράθυρο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φωτᾰγωγός: ἡ (sc. θύρα или θυρίς) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.).
Middle Liddell
φωτ-ᾰγωγός, όν
guiding with a light: φωταγωγός (sc. θύρἀ, an opening for light, a window, Luc.