περιψύχω: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(3b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ψύχω]], [[παγώνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], εντελώς, σε όλη του την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιψύχομαι</i><br />καταψύχομαι, [[παγώνω]] [[παντού]] («περιψυχομένων τῶν [[ἄκρων]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δροσίζω]], [[αναψύχω]], [[περιποιούμαι]] («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ψύχω]], [[παγώνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], εντελώς, σε όλη του την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιψύχομαι</i><br />καταψύχομαι, [[παγώνω]] [[παντού]] («περιψυχομένων τῶν [[ἄκρων]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δροσίζω]], [[αναψύχω]], [[περιποιούμαι]] («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ψύχω]] «[[ψυχραίνω]], [[παγώνω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:50, 15 February 2019
English (LSJ)
[ῡ],
A chill all round, τὴν σάρκα Arist.Pr.966b11 :—Pass., to be chilled all over, Hp.Epid.1.26.γ ; grow cool, Thphr.Ign.52, Plu.2.690d :—also intr. in Act., Hp.Coac.176, Epid.3.17.ά, Thphr.l.c. II metaph., refresh, revive, cherish τινα LXX Si.30.7 (v. l.), D.H.7.46 (cj. Reiske), Alciphr.1.39.
German (Pape)
[Seite 601] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ περικροτέω, D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. περίψυκτος.
Greek (Liddell-Scott)
περιψύχω: [ῡ], μέλλ. -ξω, κάμνω τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., γίνομαι ψυχρός, παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ ἄκρα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· γίνομαι ψυχρός, Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., δροσίζω, ἀναψύχω, περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7).
French (Bailly abrégé)
Ι. tr. 1 refroidir tout autour, à la surface ou aux extrémités ; Pass. se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;
2 fig. rafraîchir, ranimer, récréer;
II. intr. se refroidir à la surface ou aux extrémités.
Étymologie: περί, ψύχω.
Greek Monolingual
Α
1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια
2. παθ. περιψύχομαι
καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.)
3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψύχω «ψυχραίνω, παγώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ψύχω afkoelen, koud worden.
Russian (Dvoretsky)
περιψύχω: (ῡ) охлаждать Arst., Plut.