ἀμφίβλημα: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφίβλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> облачение, одеяние Eur.;<br /><b class="num">2)</b> вооружение, доспехи (πάνοπλα ἀμφιβλήματα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> помещение, покой ([[βασίλεια]] ἀμφιβλήματα Eur.). | |elrutext='''ἀμφίβλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> облачение, одеяние Eur.;<br /><b class="num">2)</b> вооружение, доспехи (πάνοπλα ἀμφιβλήματα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> помещение, покой ([[βασίλεια]] ἀμφιβλήματα Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀμφιβάλλω]]<br />[[something]] thrown [[round]]:<br /><b class="num">I.</b> an [[enclosure]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[garment]], [[cloak]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A something thrown round, enclosure, E.Hel. 70. II garment, cloak, πέπλους τε τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα ib.423; πάνοπλα ἀ. coats of panoply, Id.Ph.779; coverlet, Aret.SD2.6.
German (Pape)
[Seite 136] τό, Umwurf, πάνοπλα Eur. Phoen. 786; allgemeiner βασίλεια Hel. 70, Umgebung; vgl. 430.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβλημα: -ατος, τό, στοά, περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = ἔνδυμα, «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., πανοπλία, πλήρης ὁπλισμός, ὁ αὐτ. Φοίν. 779.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qui enveloppe :
1 vêtement;
2 armure;
3 portique, galerie.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1ropa, vestido E.Hel.423, τεύχη πάνοπλά τ' ἀμφιβλήματα las armas y la guerrera armadura E.Ph.779.
2 colcha Aret.SD 2.6.7.
II pórtico βασίλεια ... ἀ. E.Hel.70.
Greek Monolingual
ἀμφίβλημα, το (Α) αμφιβάλλω
1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης
2. περίφρακτος χώρος, στοά
3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός.
Greek Monotonic
ἀμφίβλημα: -ατος, τό (ἀμφιβάλλω), κάτι που ρίχνεται τριγύρω, που περιβάλλει·
I. στοά, περιστύλιο, σε Ευρ.
II. ένδυμα, μανδύας, ρούχο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβλημα: ατος τό1) облачение, одеяние Eur.;
2) вооружение, доспехи (πάνοπλα ἀμφιβλήματα Eur.);
3) помещение, покой (βασίλεια ἀμφιβλήματα Eur.).
Middle Liddell
ἀμφιβάλλω
something thrown round:
I. an enclosure, Eur.
II. a garment, cloak, Eur.