διηθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διηθέω:''' <b class="num">1)</b> процеживать (δ. καὶ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον [[ὕδωρ]] διά τινος Arst.; τὸν [[ἄκρατον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> просеивать, провеивать (κοσκίνῳ τὴν τέφραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> прополаскивать, промывать (τὴν κοιλίην οἴνῳ Her.);<br /><b class="num">4)</b> отцеживать, наливать ([[οἶνον]] πυρέττοντι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> просачиваться (διηθέον τὸ [[ὕδωρ]] ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.).
|elrutext='''διηθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> процеживать (δ. καὶ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον [[ὕδωρ]] διά τινος Arst.; τὸν [[ἄκρατον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> просеивать, провеивать (κοσκίνῳ τὴν τέφραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> прополаскивать, промывать (τὴν κοιλίην οἴνῳ Her.);<br /><b class="num">4)</b> отцеживать, наливать ([[οἶνον]] πυρέττοντι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> просачиваться (διηθέον τὸ [[ὕδωρ]] ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.).
}}
}}

Revision as of 15:45, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηθέω Medium diacritics: διηθέω Low diacritics: διηθέω Capitals: ΔΙΗΘΕΩ
Transliteration A: diēthéō Transliteration B: diētheō Transliteration C: diitheo Beta Code: dihqe/w

English (LSJ)

   A strain through, filter, Hp.Acut.7, Pl.Sph.226b, Ti.45c; οἶνον δ. πυρέττοντι Plu.2.101c, cf. Mim.Oxy.413.161:—Pass., Arist. Mete.368a22, Plb.34.9.10; of air in the lungs, Gal.2.705; καθαρὸν καὶ διηθημένον [γένος], opp. μικτόν, Ph.2.3.    2 wash out, cleanse, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι, Hdt.2.86.    II intr., of liquid, filter through, percolate, Id.2.93.

Greek (Liddell-Scott)

διηθέω: διαβιβάζω τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, διυλίζω, στραγγίζω, Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) ἐκπλύνω, καθαίρω, καθαρίζω, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «λαγαρίζομαι», ὁ αὐτ. 2. 93.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. tr. 1 faire filtrer, clarifier ; nettoyer, purifier;
2 p. ext. verser goutte à goutte : τί τινι qch à qqn;
II. intr. filtrer, s’infiltrer.
Étymologie: διά, ἠθέω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 colar, filtrar δι' ὀθονίου τὸν χυλόν Hp.Acut.7, (ἔλαιον) διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.1.78, cf. Morb.3.17, Steril.234, Amynt.1, Dsc.5.75.9, σάρξ (τοῦ μαστοῦ) διηθοῦσα (γάλα) la carne (de la mama) permite que se filtre (la leche) Plu.2.496a, cf. Aem.14, τὸν οἶνον Plu.2.101c, Gr.Nyss.Beat.116.12, τὸ γλεῦκος I.AI 2.64
tamizar, cribar τυρὸν ... τρῖβε καὶ ... διήθει Chrysipp.Tyan. en Ath.647e, τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11, abs. Pl.Sph.226b, en v. pas. Plb.34.9.10.
2 mezclar o diluir (φάρμακον) μετ' οἰνομέλιτος διηθήσασα Mim.Fr.Pap.Adult.45.
3 medic. evacuar, excretar τὰ δὲ διηθεῖ ἔξω Hp.Morb.4.38, cf. 46, Mul.1.2, en v. pas. τὸ δὲ ἀφ' ἡμῶν διηθούμενον οὖρον Mnesith.Ath.45.11.
4 limpiar (τὴν κοιλίην) διηθήσαντες οἴνῳ ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι al embalsamar, Hdt.2.86
purificar en v. pas. ἔστιν ... τόπος ... χρυσίῳ ὅθεν διηθεῖται LXX Ib.28.1
fig. depurar, seleccionar en v. pas. τὸ καθαρωτάτον καὶ διηθημένον (γένος) la raza más pura y selecta Ph.2.3, cf. 1.33.
II intr. filtrarse, penetrar, pasar por τὸ πνεῦμα δι' αὐτοῦ διηθεῖ Hp.Nat.Puer.25, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ Hdt.2.93, cf. Arist.PA 683b22, τὸ τοιοῦτον (πῦρ) ... μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν Pl.Ti.45c
en v. med.-pas. διὰ δὲ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ... διηθεῖται τὸ λεπτότατον τοῦ κολλωδεστάτου Hp.Carn.17, cf. Pl.Ti.82d, δι' ἧς (τῆς θηλῆς) ... τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA 493a14, cf. 590a20, PA 672a2, Alex.Aphr.Pr.1.55, διὰ μὲν τὸ ῥᾳδίως διηθεῖσθαι οὐ δύναται κινεῖν (el fluido) por filtrarse más fácilmente no puede moverla (la tierra), Arist.Mete.368a22, cf. GA 773a27, Thphr.CP 6.6.5, Plu.2.913c, Gal.2.705, Aristid.Quint.78.10, Hld.9.22.3, Gp.6.2.6
filtrarse, salir fuera de τὸ αἷμα ... ἐκ τῶν ἀγγείων Steph.in Hp.Progn.134.26.

Greek Monotonic

διηθέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. διυλίζω, στραγγίζω, φιλτράρω, Λατ. percolare, σε Πλάτ.
2. ξεπλένω, καθαρίζω, εξαγνίζω, καθαίρω, εκπλένω, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διηθέω:
1) процеживать (δ. καὶ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον ὕδωρ διά τινος Arst.; τὸν ἄκρατον Plut.);
2) просеивать, провеивать (κοσκίνῳ τὴν τέφραν Plut.);
3) прополаскивать, промывать (τὴν κοιλίην οἴνῳ Her.);
4) отцеживать, наливать (οἶνον πυρέττοντι Plut.);
5) просачиваться (διηθέον τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.).