δορίγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-˘γαμβρος, ον <i>adj</i><br />[[bride]] of battles, i. e. causing war by [[marriage]], or wooed by [[battle]], of Helen, Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐγαμβρος Medium diacritics: δορίγαμβρος Low diacritics: δορίγαμβρος Capitals: ΔΟΡΙΓΑΜΒΡΟΣ
Transliteration A: dorígambros Transliteration B: dorigambros Transliteration C: dorigamvros Beta Code: dori/gambros

English (LSJ)

ον,

   A bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.

Greek (Liddell-Scott)

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.

Greek Monolingual

δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).

Greek Monotonic

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορίγαμβρος: обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну (Ἑλένη Aesch.).

Middle Liddell

δορί-˘γαμβρος, ον adj
bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.