ἐπιορκία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιορκία:''' ἡ преимущ. pl. ложная клятва, клятвопреступление (ἐπιορκίαι καὶ [[ἀδικία]] Plat.; ἐπιορκίαι πρὸς θεοὺς καὶ ἀπιστίαι πρὸς ἀνθρώπους Xen.).
|elrutext='''ἐπιορκία:''' ἡ преимущ. pl. ложная клятва, клятвопреступление (ἐπιορκίαι καὶ [[ἀδικία]] Plat.; ἐπιορκίαι πρὸς θεοὺς καὶ ἀπιστίαι πρὸς ἀνθρώπους Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιορκία]], ἡ, [from [[ἐπίορκος]]<br />a false [[oath]], Lat. perjuria, Xen., Plat.
}}
}}

Revision as of 22:26, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιορκία Medium diacritics: ἐπιορκία Low diacritics: επιορκία Capitals: ΕΠΙΟΡΚΙΑ
Transliteration A: epiorkía Transliteration B: epiorkia Transliteration C: epiorkia Beta Code: e)piorki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A false swearing, perjury, X.An.3.2.4, etc.; ἐ. οἴκαδ' εἰσενέγκασθαι D.19.220: pl., Pl.Grg.525a; πρὸς θεούς X.An.2.5.21.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, falscher Eid, Meineid, Eidbruch, Xen. An. 3, 2, 4; πρὸς θεούς 2, 5, 21; Dem. 25, 35 u. Sp.; im plur., Plat. Gorg. 524 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιορκία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψευδὴς ὅρκος, Λάτ. perjuria, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 4· ἐν τῷ πλήθ., Πλάτ. Γοργ. 524Ε· πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· ἐπ. προσφέρεσθαι Δημ. 409. 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faux serment, parjure.
Étymologie: ἐπίορκος.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιορκία) επίορκος
ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.)
νεοελλ.
(ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή χειραψία.

Greek Monotonic

ἐπιορκία: ἡ, ψευδής όρκος, Λατ. perjuria, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιορκία: ἡ преимущ. pl. ложная клятва, клятвопреступление (ἐπιορκίαι καὶ ἀδικία Plat.; ἐπιορκίαι πρὸς θεοὺς καὶ ἀπιστίαι πρὸς ἀνθρώπους Xen.).

Middle Liddell

ἐπιορκία, ἡ, [from ἐπίορκος
a false oath, Lat. perjuria, Xen., Plat.