πολυχανδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυχανδής:''' много вмещающий, объемистый ([[κρωσσός]] Theocr.).
|elrutext='''πολυχανδής:''' много вмещающий, объемистый ([[κρωσσός]] Theocr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-χανδής, ές [[χανδάνω]]<br />[[wide]]-[[yawning]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχανδής Medium diacritics: πολυχανδής Low diacritics: πολυχανδής Capitals: ΠΟΛΥΧΑΝΔΗΣ
Transliteration A: polychandḗs Transliteration B: polychandēs Transliteration C: polychandis Beta Code: poluxandh/s

English (LSJ)

ές,

   A wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn.D.11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient beaucoup, de vaste capacité.
Étymologie: πολύς, χανδάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά
2. ευρύχωρος, φαρδύςλαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ-χανδής].

Greek Monotonic

πολῠχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολυχανδής: много вмещающий, объемистый (κρωσσός Theocr.).

Middle Liddell

πολῠ-χανδής, ές χανδάνω
wide-yawning, Theocr.