προκαταγγέλλω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(4) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προκαταγγέλλω:''' предвозвещать (διὰ στόματος τῶν προφητῶν NT). | |elrutext='''προκαταγγέλλω:''' предвозвещать (διὰ στόματος τῶν προφητῶν NT). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-καταγγέλλω vooraf aankondigen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.
German (Pape)
[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλω ἢ διακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..
French (Bailly abrégé)
annoncer ou déclarer d’avance.
Étymologie: πρό, καταγγέλλω.
English (Strong)
from πρό and καταγγέλλω; to anounce beforehand, i.e. predict, promise: foretell, have notice, (shew) before.
English (Thayer)
1st aorist προκατηγγελεια; perfect passive participle προκατηγγελμενος; to announce beforehand (that a thing will be): of prophecies — followed by an accusative with an infinitive τί, περί τίνος, pre-announce in the sense of to promise: τί, passive, (Josephus, Antiquities 1,12, 3; 2,9, 4; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ΜΑ
διακηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῡ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγγέλλω «αναγγέλλω, διακηρύσσω»].
Greek Monotonic
προκαταγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προκαταγγέλλω: предвозвещать (διὰ στόματος τῶν προφητῶν NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καταγγέλλω vooraf aankondigen.