τετράπολος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετράπολος:''' (ᾰ) четырежды обработанный ([[νειός]] Theocr.).
|elrutext='''τετράπολος:''' (ᾰ) четырежды обработанный ([[νειός]] Theocr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-˘πολος, ον, [[πολέω]]<br />turned up or ploughed [[four]] times, Theocr.
}}
}}

Revision as of 01:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπολος Medium diacritics: τετράπολος Low diacritics: τετράπολος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΛΟΣ
Transliteration A: tetrápolos Transliteration B: tetrapolos Transliteration C: tetrapolos Beta Code: tetra/polos

English (LSJ)

ον,

   A turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.

German (Pape)

[Seite 1099] viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπολος: [ᾰ], -ον, ὁ τετράκις ἀρηρομένος, ὁ τέσσαρας φορὰς «ὠργωμένος», Θεόκρ. 25. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
façonné ou labouré quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, πολέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δί-πολος].

Greek Monotonic

τετράπολος: [ᾰ], -ον (πολέω), αυτός που έχει οργωθεί με άροτρο τέσσερις φορές, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπολος: (ᾰ) четырежды обработанный (νειός Theocr.).

Middle Liddell

τετρά-˘πολος, ον, πολέω
turned up or ploughed four times, Theocr.