ὑπερπερισσεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(4b)
(c2)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερπερισσεύω:''' тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ [[χάρις]] NT).
|elrutext='''ὑπερπερισσεύω:''' тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ [[χάρις]] NT).
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ØperperisseÚw 虛胚而-胚里修哦<p>'''詞類次數''':動詞(2)<p>'''原文字根''':在上-周圍<p>'''字義溯源''':極充分,顯去豐富,大大增多,更顯多,滿溢,溢出,分外的;由([[ὑπέρ]] / [[ὑπερεγώ]])*=在上,過於)與([[περισσεύω]])=充足有餘)組成,其中 ([[περισσεύω]])出自([[περισσός]])=極多的), ([[περισσός]])出自([[περί]] / [[περαιτέρω]])=經由,周圍), ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<p/>'''出現次數''':總共(2);羅(1);林後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 我分外的(1) 林後7:4;<p>2) 就更顯多了(1) 羅5:20
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπερισσεύω Medium diacritics: ὑπερπερισσεύω Low diacritics: υπερπερισσεύω Capitals: ΥΠΕΡΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: hyperperisseúō Transliteration B: hyperperisseuō Transliteration C: yperperisseyo Beta Code: u(perperisseu/w

English (LSJ)

   A abound much more, be in great excess, χάρις Ep.Rom.5.20:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ 2Ep.Cor. 7.4.

German (Pape)

[Seite 1200] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπερισσεύω: ὑπερπλεονάζω, ὑπερπεριττεῦον τὸ αἷμα Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.

French (Bailly abrégé)

surabonder;
Moy. ὑπερπερισσεύομαι m. sign.
Étymologie: ὑπέρ, περισσεύω.

English (Strong)

from ὑπέρ and περισσεύω; to super-abound: abound much more, exceeding.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπερίσσευσα; present passive ὑπερπερισσεύομαι; (Vulg. superabundo); to abound beyond measure, abound exceedingly: περισσεύω, 2), to overflow, to enjoy abundantly: with a dative of the thing, Moschion de passage mulier., p. 6, Dewez edition; Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α περισσεύω
περισσεύω πάρα πολύ, πλεονάζω σε μεγάλο βαθμό.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπερισσεύω: тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ χάρις NT).

Chinese

原文音譯:ØperperisseÚw 虛胚而-胚里修哦

詞類次數:動詞(2)

原文字根:在上-周圍

字義溯源:極充分,顯去豐富,大大增多,更顯多,滿溢,溢出,分外的;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(περισσεύω)=充足有餘)組成,其中 (περισσεύω)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)

出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)

譯字彙編

1) 我分外的(1) 林後7:4;

2) 就更顯多了(1) 羅5:20