κάσις: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(nl) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσις]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[αδελφός]], [[αδελφή]], [[κασίγνητος]], [[κασιγνήτη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει όμοια [[φύση]] ή [[προέλευση]] [[είτε]] όμοιο προορισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[κασίγνητος]], του τ. τών ανθρωπωνυμίων <i>Άλεξις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Αλεξίκακος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσις]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[αδελφός]], [[αδελφή]], [[κασίγνητος]], [[κασιγνήτη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει όμοια [[φύση]] ή [[προέλευση]] [[είτε]] όμοιο προορισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[κασίγνητος]], του τ. τών ανθρωπωνυμίων <i>Άλεξις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Αλεξίκακος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κάσις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>πάπ.</b> [[κράνος]], [[κρανοειδής]] [[θήκη]]<br /><b>2.</b> [[μαστίγιο]], [[καμτσίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cassis</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:40, 8 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, gen. κάσιος first in Orph.A.1229; dat. pl.
A κασίεσσι Nic.Th.345:—brother, A.Th.674, etc.; voc. κάσι S.OC1440: ἡ, sister, E.Hec.361, Call.Aet.3.1.23: metaph., λιγνύν, αἰόλην πυρὸς κ. A.Th.494; κ. πηλοῦ . . κόνις Id.Ag.495.
German (Pape)
[Seite 1333] ὁ, ἡ, der Bruder, die Schwester; κασιγνήτῳ κάσις, ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι Aesch. Spt. 656, der auch übertr. sagt λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν, 476, u. κάσις πηλοῦ διψία κόνις, Ag. 480; κάσι voc., Soph. O. C. 1442 Eur. Med. 167 u. öfter; τὴν Ἕκτορος κάσιν Hec. 365; von sp. D. Lycophr. 399; gen. κάσιος Orph. Arg. 1234; κασίεσσι Nic. Th. 345. – Nach Hesych. auch übh. = ἡλικιώτης.
Greek (Liddell-Scott)
κάσις: ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―ἀδελφός, Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ κάσις, ἡ ἀδελφή, τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. κασιγνήτη· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. κάσιοι ― (Ὁ τύπος κάσις δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα εἶναι λέξεις ποιητικαί. Ἡ ἐτυμολογία τοῦ κάσις εἶναι ἄγνωστος: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ).
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
frère ou sœur.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
(I)
κάσις, ὁ, ἡ (Α)
1. αδελφός, αδελφή, κασίγνητος, κασιγνήτη
2. μτφ. αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση είτε όμοιο προορισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του κασίγνητος, του τ. τών ανθρωπωνυμίων Άλεξις < Αλεξίκακος].
(II)
κάσις, ἡ (Α)
1. πάπ. κράνος, κρανοειδής θήκη
2. μαστίγιο, καμτσίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis].
Greek Monotonic
κάσις: [ᾰ], κάσιος, κλητ. κάσι, ὁ, αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἡ ἀδερφή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κάσις: ιος (ᾰ) ὁ (voc. κάσι) брат Trag.
ιος ἡ сестра Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάσις -ιος, ὁ, ἡ, vocat. sing. κάσι, broer of zus; overdr. verwant:. πυρὸς κάσις (rookwalm,) een zusje van vuur Aeschl. Sept. 494.